Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Deuteronomio 20


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 QUANDO tu uscirai in guerra contro a’ tuoi nemici, e vedrai cavalli e carri, e gente in maggior numero di te, non temer però di loro; conciossiachè il Signore Iddio tuo, che t’ha tratto fuor del paese di Egitto, sia teco.1 Οταν εξελθης εις μαχην εναντιον των εχθρων σου, και ιδης ιππους και αμαξας, λαον περισσοτερον παρα σε, μη φοβηθης αυτους? διοτι Κυριος ο Θεος σου ειναι μετα σου, οστις σε ανεβιβασεν εκ γης Αιγυπτου.
2 E quando vi appresserete per dar la battaglia, facciasi il Sacerdote innanzi, e parli al popolo,2 Και οταν πλησιασητε εις την μαχην, ο ιερευς θελει προσελθει και λαλησει προς τον λαον,
3 e dicagli: Ascolta, Israele: Voi siete oggi vicini a venire a battaglia co’ vostri nemici; il cuor vostro non s’invilisca; non temiate, e non vi smarrite, nè vi spaventate per tema di loro;3 και θελει ειπει προς αυτους, Ακουε, Ισραηλ? σεις πλησιαζετε σημερον εις την μαχην κατα των εχθρων σας? ας μη δειλιαση η καρδια σας, μη φοβηθητε μηδε τρομαξητε μηδε εκπλαγητε απο προσωπου αυτων?
4 perciocchè il Signore Iddio vostro è quel che cammina con voi, per combatter per voi contro a’ vostri nemici, per salvarvi.4 διοτι Κυριος ο Θεος σας ειναι ο προπορευομενος μεθ' υμων, δια να πολεμηση υπερ υμων εναντιον των εχθρων σας, δια να σωση υμας.
5 Parlino eziandio gli Ufficiali al popolo, dicendo: Chi è colui che abbia edificata una casa nuova, e non l’abbia ancora dedicata? vada, e ritorni a casa sua, che talora egli non muoia nella battaglia, e un altro dedichi la sua casa.5 Και οι αρχοντες θελουσι λαλησει προς τον λαον, λεγοντες, Τις ανθρωπος ωκοδομησεν οικιαν νεαν και δεν εκαμεν εγκαινιασμον αυτης; ας αναχωρηση και ας επιστρεψη εις την οικιαν αυτου, μηποτε αποθανη εν τη μαχη και εγκαινιαση αυτην αλλος ανθρωπος.
6 E chi è colui che abbia piantata una vigna, e non l’abbia ancora cominciata a godere in uso comune? vada, e ritorni a casa sua, che talora egli non muoia nella battaglia, e un altro cominci a goderla.6 Και τις ανθρωπος εφυτευσεν αμπελωνα και δεν ευφρανθη εξ αυτου; ας αναχωρηση και ας επιστρεψη εις την οικιαν αυτου, μηποτε αποθανη εν τη μαχη, και ευφρανθη εξ αυτου αλλος ανθρωπος.
7 E chi è colui che abbia sposata una moglie, e non l’abbia ancora menata? vada, e ritorni a casa sua, che talora egli non muoia nella battaglia, e un altro la meni.7 Και τις ανθρωπος ηρραβωνισθη γυναικα και δεν ελαβεν αυτην; ας αναχωρηση και ας επιστρεψη εις την οικιαν αυτου, μηποτε αποθανη εν τη μαχη, και λαβη αυτην αλλος ανθρωπος.
8 Gli Ufficiali parlino ancora al popolo, e dicano: Chi è timido, e di poco cuore? vada e ritorni a casa sua, acciocchè i suoi fratelli non s’inviliscano di cuore come esso.8 Και οι αρχοντες θελουσι λαλησει ετι προς τον λαον και θελουσιν ειπει, Τις ανθρωπος ειναι δειλος και ακαρδος; ας αναχωρηση και ας επιστρεψη εις την οικιαν αυτου, δια να μη δειλιαση η καρδια των αδελφων αυτου, ως η καρδια αυτου.
9 E, dopo che gli Ufficiali avranno finito di parlare al popolo, ordinino i Capi delle schiere in capo del popolo9 Και αφου τελειωσωσιν οι αρχοντες λαλουντες προς τον λαον, θελουσι καταστησει αρχηγους των στρατευματων, δια να προιστανται του λαου.
10 Quando tu ti accosterai a una città per combatterla, chiamala prima a pace.10 Οταν πλησιασης εις πολιν δια να εκπολεμησης αυτην, τοτε καλεσον αυτην εις ειρηνην?
11 E se ti dà risposta di pace, e ti apre le porte, tutto il popolo che in essa si troverà, siati tributario e soggetto.11 και εαν σοι αποκριθη ειρηνικα και ανοιξη εις σε, τοτε πας ο λαος ο ευρισκομενος εν αυτη θελει γεινει υποτελης εις σε και θελει σε δουλευει?
12 Ma, s’ella non fa pace teco, anzi guerreggia contro a te, assediala;12 εαν ομως δεν καμη ειρηνην μετα σου, αλλα σε πολεμηση τοτε θελεις πολιορκησει αυτην?
13 e il Signore Iddio tuo te la darà nelle mani; allora metti a fil di spada tutti i maschi.13 και αφου Κυριος ο Θεος σου παραδωση αυτην εις τας χειρας σου, θελεις παταξει παντα τα αρσενικα αυτης εν στοματι μαχαιρας?
14 Predati sol le femmine, e i piccoli fanciulli, e il bestiame, e tutto quello che sarà nella città, tutte le spoglie di essa; e mangia della preda de’ tuoi nemici che il Signore Iddio tuo ti avrà data.14 τας δε γυναικας και τα βρεφη και τα κτηνη και παντα οσα ευρισκονται εν τη πολει, παντα τα λαφυρα αυτης, θελεις λαβει εις σεαυτον? και θελεις τρωγει τα λαφυρα των εχθρων σου, οσα Κυριος ο Θεος σου εδωκεν εις σε.
15 Fai così a tutte le città che saranno molto lontane da te, che non saranno delle città di queste genti.15 Ουτω θελεις καμει εις πασας τας πολεις τας πολυ μακραν απο σου, αιτινες δεν ειναι εκ των πολεων των εθνων τουτων?
16 Ma delle città di questi popoli, le quali il Signore Iddio tuo ti dà per eredità, non iscampar la vita ad alcun’anima vivente;16 εκ των πολεων ομως των λαων τουτων, τας οποιας Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε κληρονομιαν, δεν θελεις αφησει ζων ουδεν εχον πνοην?
17 anzi del tutto distruggi que’ popoli al modo dell’interdetto; gli Hittei, e gli Amorrei, e i Cananei, e i Ferizzei, e gli Hivvei, e i Gebusei; come il Signore Iddio tuo ti ha comandato;17 αλλα θελεις εξολοθρευσει αυτους κατα κρατος, τους Χετταιους και τους Αμορραιους τους Χαναναιους και τους Φερεζαιους τους Ευαιους και τους Ιεβουσαιους, καθως προσεταξεν εις σε Κυριος ο Θεος σου?
18 acciocchè non v’insegnino a far secondo tutte le loro abbominazioni che hanno usate inverso i loro iddii; e che voi non pecchiate contro al Signore Iddio vostro.18 δια να μη σας διδαξωσι να πραττητε κατα παντα τα βδελυγματα αυτων, τα οποια εκαμον εις τους θεους αυτων, και αμαρτησητε εναντιον Κυριου του Θεου σας.
19 Quando tu terrai l’assedio a una città lungo tempo, combattendola per pigliarla, non guastar gli alberi di essa, avventando la scure contro a essi; perciocchè d’essi potrai mangiare, e però non tagliarli; perciocchè è forse l’albero della campagna un uomo, per entrar dentro alla fortezza, fuggendo d’innanzi a te?19 Οταν πολιορκης πολιν τινα ημερας πολλας, πολεμων αυτην δια να εξουσιασης αυτην, δεν θελεις εξολοθρευσει τα δενδρα αυτης, καταφερων επ' αυτα πελεκυν? διοτι εξ αυτων δυνασαι να τρεφησαι και δεν θελεις κοψει αυτα. Μηπως ειναι ανθρωπος το δενδρον του αγρου, ωστε να ελθη εναντιον σου εν τη πολιορκια;
20 Sol potrai guastare, e tagliar gli alberi che tu conoscerai non essere alberi da mangiare; e ne potrai fabbricar ciò che sarà necessario all’assedio della città che guerreggerà contro a te, fin ch’ella caggia20 Μονον τα δενδρα, οσα γνωριζεις οτι δεν ειναι δενδρα τροφης, ταυτα θελεις εξολοθρευσει και εκκοψει και θελεις οικοδομησει περιχαρακωματα εναντιον της πολεως, ητις πολεμει προς σε, εωσου παραδοθη.