Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Numeri 14


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 ALLORA tutta la raunanza alzò la voce, e diede di gran grida, e il popolo pianse quella notte.1 Και πασα η συναγωγη υψωσασα την φωνην αυτης εβοησε? και εκλαυσεν ο λαος την νυκτα εκεινην.
2 E tutti i figliuoli d’Israele mormorarono contro a Mosè, e contro ad Aaronne; e tutta la raunanza disse loro: Fossimo pur morti nel paese di Egitto, o fossimo pur morti in questo deserto.2 Και παντες οι υιοι Ισραηλ εγογγυζον κατα του Μωυσεως και του Ααρων, και ειπε προς αυτους πασα η συναγωγη, Ειθε να απεθνησκομεν εν γη Αιγυπτου? η εν τη ερημω ταυτη ειθε να απεθνησκομεν?
3 E perchè ci mena il Signore in quel paese, acciocchè siamo morti per la spada, e sieno le nostre mogli, e le nostre famiglie, in preda? non sarebb’egli meglio per noi di ritornarcene in Egitto?3 και δια τι μας εφερεν ο Κυριος εις την γην ταυτην να πεσωμεν δια μαχαιρας, να γεινωσι διαρπαγη αι γυναικες και τα τεκνα ημων; δεν ητο καλητερον εις ημας να επιστρεψωμεν εις την Αιγυπτον;
4 E dissero l’uno all’altro: Costituiamoci un capo, e ritorniamocene in Egitto4 Και ελεγεν ο εις προς τον αλλον, Ας καμωμεν αρχηγον και ας επιστρεψωμεν εις την Αιγυπτον.
5 Allora Mosè ed Aaronne si gittarono a terra sopra le lor facce, davanti a tutta la raunanza della comunanza de’ figliuoli d’Israele.5 Τοτε επεσεν ο Μωυσης και ο Ααρων κατα προσωπον αυτων ενωπιον ολου του πληθους της συναγωγης των υιων Ισραηλ.
6 E Giosuè, figliuolo di Nun, e Caleb, figliuolo di Gefunne, ch’erano stati di quelli che aveano spiato il paese, si stracciarono i vestimenti;6 Και Ιησους ο υιος του Ναυη και Χαλεβ ο υιος του Ιεφοννη, εκ των κατασκοπευσαντων την γην, διεσχισαν τα ιματια αυτων?
7 e dissero a tutta la raunanza de’ figliuoli d’Israele: Il paese, per lo quale siamo passati, per ispiarlo, è un buonissimo paese.7 και ειπον προς πασαν την συναγωγην των υιων Ισραηλ λεγοντες, Η γη, την οποιαν διεπερασαμεν δια να κατασκοπευσωμεν αυτην, ειναι γη αγαθη σφοδρα σφοδρα?
8 Se il Signore ci è favorevole, egli c’introdurrà in quel paese, e cel darà; che è un paese stillante latte e miele.8 εαν ο Κυριος ευαρεστηται εις ημας, τοτε θελει φερει εμας εις την γην ταυτην και θελει δωσει αυτην εις ημας, γην ρεουσαν γαλα και μελι?
9 Sol non ribellatevi contro al Signore, e non abbiate paura del popolo di quel paese; conciossiachè essi sieno nostro pane; la loro ombra s’è dipartita d’in su loro; e il Signore è con noi; non abbiatene paura.9 μονον μη αποστατειτε κατα του Κυριου μηδε φοβεισθε τον λαον της γης? διοτι αυτοι ειναι ψωμιον δι' ημας? η σκεπη αυτων απεσυρθη επανωθεν αυτων, και ο Κυριος ειναι μεθ' ημων? μη φοβεισθε αυτους.
10 Allora tutta la raunanza disse di lapidarli; ma la gloria del Signore apparve a tutti i figliuoli d’Israele, nel Tabernacolo della convenenza10 Και ειπε πασα η συναγωγη να λιθοβολησωσιν αυτους με λιθους? Και η δοξα του Κυριου επεφανη επι τη σκηνη του μαρτυριου εις παντας τους υιους Ισραηλ.
11 E il Signore disse a Mosè: Infino a quando mi dispetterà questo popolo? e infino a quando non crederanno essi in me, per tutti i miracoli che io ho fatti nel mezzo di lui?11 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Εως ποτε θελει με παροργιζει ο λαος ουτος; και εως ποτε δεν θελουσι πιστευει εις εμε, μετα παντα τα σημεια τα οποια εκαμα εν μεσω αυτων;
12 Io lo percoterò di mortalità, e lo disperderò; e io ti farò divenire una nazione più grande, e più potente di lui.12 θελω παταξει αυτους με θανατικον και θελω εξολοθρευσει αυτους, και σε θελω καμει εις εθνος μεγαλητερον και δυνατωτερον αυτων.
13 E Mosè disse al Signore: Ma gli Egizj l’udiranno; conciossiachè tu abbi tratto fuori questo popolo del mezzo di loro, con la tua forza.13 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Τοτε η Αιγυπτος θελει ακουσει διοτι συ ανεβιβασας τον λαον τουτον εν τη δυναμει σου εκ μεσου αυτων?
14 E diranno agli abitanti di questo paese, i quali hanno inteso che tu, Signore, sei nel mezzo di questo popolo, e che tu apparisci loro a vista d’occhio, e che la tua nuvola si ferma sopra loro, e che tu cammini davanti a loro in colonna di nuvola di giorno, e in colonna di fuoco di notte;14 και θελουσιν ειπει τουτο προς τους κατοικους της γης ταυτης? οιτινες ηκουσαν οτι συ, Κυριε, εισαι εν μεσω του λαου τουτου, οτι συ, Κυριε, φαινεσαι προσωπον προς προσωπον, και η νεφελη σου ισταται επ' αυτους, και συ προπορευεσαι αυτων την ημεραν εν στυλω νεφελης, την δε νυκτα εν στυλω πυρος.
15 se, dico, tu fai morir questo popolo, come un solo uomo le genti che avranno intesa la tua fama, diranno:15 Εαν λοιπον θανατωσης τον λαον τουτον ως ενα ανθρωπον, τοτε τα εθνη, τα οποια ηκουσαν το ονομα σου, θελουσιν ειπει λεγοντες,
16 Perciocchè il Signore non ha potuto fare entrar cotesto popolo nel paese ch’egli avea lor giurato, egli li ha ammazzati nel deserto.16 Επειδη δεν ηδυνατο ο Κυριος να φερη τον λαον τουτον εις την γην, την οποιαν ωμοσε προς αυτους, δια τουτο κατεστρεψεν αυτους εν τη ερημω.
17 Ora dunque, sia, ti prego, la potenza del Signore magnificata, e fa’ secondo che tu hai parlato, dicendo:17 Και τωρα, δεομαι σου, ας μεγαλυνθη η δυναμις του Κυριου μου καθ' ον τροπον ειπας λεγων,
18 Il Signore è lento all’ira, e grande in benignità; egli perdona l’iniquità e il misfatto; ma altresì non assolve punto il colpevole; anzi fa punizione dell’iniquità de’ padri sopra i figliuoli, infino alla terza e alla quarta generazione.18 Ο Κυριος ειναι μακροθυμος και πολυελεος, συγχωρων ανομιαν και παραβασιν, και οστις κατ' ουδενα τροπον δεν θελει αθωωσει τον ενοχον, ανταποδιδων την ανομιαν των πατερων επι τα τεκνα εως τριτης και τεταρτης γενεας.
19 Deh! perdona a questo popolo la sua iniquità, secondo la grandezza della tua benignità, e come tu gli hai perdonato dall’Egitto infin a qui19 Συγχωρησον, δεομαι, την ανομιαν του λαου τουτου κατα το μεγα ελεος σου και καθως συνεχωρησας τον λαον τουτον απο της Αιγυπτου μεχρι του νυν.
20 E il Signore disse: io gli ho perdonato, secondo la tua parola.20 Και ειπε Κυριος, Συνεχωρησα αυτους κατα τον λογον σου?
21 Ma pure, come io vivo, e come tutta la terra è ripiena della mia gloria;21 αλλα ζω εγω, και θελει εμπλησθη πασα η γη απο της δοξης του Κυριου.
22 niuno di quegli uomini che hanno veduta la mia gloria, e i miei miracoli che io ho fatti in Egitto, e nel deserto, e pur m’hanno tentato già dieci volte, e non hanno ubbidito alla mia voce;22 Επειδη παντες οι ανδρες, οι ιδοντες την δοξαν μου και τα σημεια μου, τα οποια εκαμον εν τη Αιγυπτω και εν τη ερημω, με παρωργισαν ηδη δεκακις και δεν υπηκουσαν εις την φωνην μου,
23 non vedrà il paese, il quale ho giurato a’ lor padri; niuno di quelli che m’hanno dispettato non lo vedrà.23 βεβαιως δεν θελουσιν ιδει την γην, την οποιαν ωμοσα προς τους πατερας αυτων? ουδεις εκ των παροργισαντων με θελει ιδει αυτην.
24 Ma, quant’è a Caleb, mio servitore, perchè in lui è stato un altro spirito, e m’ha seguitato appieno, io l’introdurrò nel paese nel quale egli è andato, e la sua progenie lo possederà.24 Τον δε δουλον μου Χαλεβ, επειδη εχει εν εαυτω αλλο πνευμα και με ηκολουθησεν εντελως, τουτον θελω φερει εις την γην εις την οποιαν εισηλθε, και το σπερμα αυτου θελει κληρονομησει αυτην.
25 Or gli Amalechiti e i Cananei abitano nella Valle, e però domani voltate faccia, e camminate verso il deserto, traendo verso il mar rosso.25 Οι δε Αμαληκιται και οι Χαναναιοι κατοικουσιν εν τη κοιλαδι. Αυριον στρεψατε και υπαγετε εις την ερημον κατα την οδον της Ερυθρας θαλασσης.
26 Il Signore parlò ancora a Mosè e ad Aaronne, dicendo:26 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην και προς τον Ααρων λεγων,
27 Infino a quando sofferirò io questa malvagia raunanza, che mormora contro a me? io ho uditi i mormorii de’ figliuoli d’Israele, co’ quali mormorano contro a me.27 Εως ποτε θελω υποφερει την συναγωγην ταυτην την πονηραν, οσα αυτοι γογγυζουσιν εναντιον μου; ηκουσα τους γογγυσμους των υιων Ισραηλ, τους οποιους γογγυζουσιν εναντιον μου.
28 Di’ loro: Come io vivo, dice il Signore, io vi farò come voi avete parlato a’ miei orecchi.28 Ειπε προς αυτους, Ζω εγω, λεγει ο Κυριος, καθως σεις ελαλησατε εις τα ωτα μου, ουτω βεβαιως θελω καμει εις εσας?
29 I vostri corpi caderanno morti in questo deserto; e quant’è a tutti gli annoverati d’infra voi, seconda tutto il vostro numero, dall’età di vent’anni in su, che avete mormorato contro a me;29 τα πτωματα σας θελουσι πεσει εν τη ερημω ταυτη? και παντες οι απηριθμημενοι απο σας καθ' ολον τον αριθμον σας, απο εικοσι ετων και επανω, οσοι εγογγυσαν εναντιον μου,
30 se voi entrate nel paese del quale io alzai la mano che io vi ci stanzierei; salvo Caleb, figliuolo di Gefunne; e Giosuè, figliuolo di Nun.30 βεβαιως δεν θελετε εισελθει σεις εις την γην, περι της οποιας ωμοσα να σας κατοικισω εν αυτη, εκτος του Χαλεβ υιου του Ιεφοννη και του Ιησου υιου του Ναυη?
31 Ma io ci farò entrare i vostri piccoli fanciulli, de’ quali voi avete detto che sarebbero in preda; ed essi conosceranno che cosa è il paese, il quale voi avete sdegnato.31 αλλα τα παιδια σας, τα οποια ειπετε οτι θελουσι γινει εις διαρπαγην, ταυτα θελω εισαγαγει, και θελουσι γνωρισει την γην την οποιαν σεις κατεφρονησατε?
32 Ma di voi i corpi caderanno morti in questo deserto.32 τα δε πτωματα υμων θελουσι πεσει εν τη ερημω ταυτη?
33 E i vostri figliuoli andranno pasturando nel deserto, per quarant’anni, e porteranno la pena delle vostre fornicazioni, finchè i vostri corpi morti sieno consumati nel deserto.33 και τα τεκνα σας θελουσι περιπλανασθαι εν τη ερημω τεσσαρακοντα ετη και θελουσι φερει εαυτα την ποινην της πορνειας σας, εωσου διαφθαρωσι τα πτωματα σας εν τη ερημω?
34 Voi porterete la pena delle vostre iniquità per quarant’anni, secondo il numero de’ quaranta giorni che siete stati in ispiare il paese, un anno per un giorno; e voi conoscerete come io rompo le mie promesse.34 κατα τον αριθμον των ημερων εις τας οποιας κατεσκοπευσατε την γην, ημερας τεσσαρακοντα, εκαστης ημερας λογιζομενης δι' εν ετος, τεσσαρακοντα ετη θελετε φερει εφ' εαυτους τας ανομιας σας, και θελετε γνωρισει την εγκαταλειψιν μου.
35 Io il Signore ho parlato. Se io non fo questo a tutta questa malvagia raunanza, che si è convenuta contro a me; essi verranno meno in questo deserto, e vi morranno35 Εγω ο Κυριος ελαλησα? βεβαιως θελω καμει τουτο εις πασαν την συναγωγην την πονηραν ταυτην, την επισυνηγμενην επ' εμε? εν τη ερημω ταυτη θελουσιν εξολοθρευθη και εκει θελουσιν αποθανει.
36 E quegli uomini che Mosè avea mandati per ispiare il paese, i quali, essendo tornati, aveano fatta mormorar tutta la raunanza contro a lui, infamando quel paese;36 Και οι ανθρωποι, τους οποιους απεστειλεν ο Μωυσης δια να κατασκοπευσωσι την γην, οιτινες επιστρεψαντες εκαμον πασαν την συναγωγην να γογγυση εναντιον αυτου, δυσφημουντες την γην,
37 quegli uomini, dico, che aveano sparso un cattivo grido di quel paese, morirono di piaga, davanti al Signore.37 και οι ανθρωποι εκεινοι, οιτινες εδυσφημησαν την γην, απεθανον εν τη πληγη ενωπιον του Κυριου.
38 Ma Giosuè, figliuolo di Nun, e Caleb, figliuolo di Gefunne, restarono in vita, d’infra quelli ch’erano andati per ispiare il paese.38 Ιησους δε ο υιος του Ναυη και Χαλεβ ο υιος του Ιεφοννη εζησαν, εκ των ανθρωπων εκεινων οιτινες υπηγαν να κατασκοπευσωσι την γην.
39 Or Mosè riferì quelle parole a tutti i figliuoli d’Israele; e il popolo ne fece un gran cordoglio.39 Και ελαλησεν ο Μωυσης τους λογους τουτους προς παντας τους υιους Ισραηλ? και επενθησεν ο λαος σφοδρα.
40 E la mattina seguente si levarono, e salirono alla sommità del monte, dicendo: Eccoci; noi saliremo al luogo che il Signore ha detto; perciocchè noi abbiamo peccato.40 Και σηκωθεντες ενωρις το πρωι, ανεβησαν εις την κορυφην του ορους, λεγοντες, Ιδου, ημεις, και θελομεν αναβη εις τον τοπον τον οποιον μας υπεσχεθη ο Κυριος? διοτι ημαρτησαμεν.
41 Ma Mosè disse: Perchè trapassate il comandamento del Signore? ciò non prospererà.41 Και ειπεν ο Μωυσης, Δια τι σεις παραβαινετε την προσταγην του Κυριου; τουτο βεβαιως δεν θελει ευοδοθη?
42 Non salite; conciossiachè il Signore non sia nel mezzo di voi; che talora, se vi affrontate co’ vostri nemici, non siate sconfitti.42 μη αναβαινετε? διοτι δεν ειναι ο Κυριος μεθ' υμων? δια να μη κτυπηθητε εμπροσθεν των εχθρων σας?
43 Perchè colà davanti a voi son gli Amalechiti, e i Cananei, e voi sarete morti per la spada; perciocchè voi vi siete rivolti di dietro al Signore; ed egli non sarà con voi.43 διοτι οι Αμαληκιται και οι Χαναναιοι ειναι εκει εμπροσθεν σας και θελετε πεσει εν μαχαιρα? επειδη εξεκλινατε απο του Κυριου, δια τουτο ο Κυριος δεν θελει εισθαι μεθ' υμων.
44 Nondimeno essi si attentarono temerariamente di salire alla sommità del monte; ma l’Arca del Patto del Signore, e Mosè non si mossero di mezzo al campo.44 Αλλ' αυτοι απετολμησαν να αναβωσιν εις την κορυφην του ορους? η κιβωτος ομως της διαθηκης του Κυριου και ο Μωυσης δεν εκινηθησαν εκ μεσου του στρατοπεδου.
45 E gli Amalechiti, e i Cananei, che abitavano in quel monte, scesero giù, e li percossero, e li ruppero, perseguendoli fino in Horma45 Τοτε οι Αμαληκιται και οι Χαναναιοι οι κατοικουντες εν τω ορει εκεινω, κατεβησαν και επαταξαν αυτους και κατεδιωξαν αυτους εως Ορμα.