Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Genesi 2


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 Così furono compiuti i cieli e la terra, e tutto l’esercito di quelli.1 Και συνετελεσθησαν ο ουρανος και η γη και πασα η στρατια αυτων.
2 Ora, avendo Iddio compiuta nel settimo giorno l’opera sua, la quale egli avea fatta, si riposò nel settimo giorno da ogni sua opera, che egli avea fatta.2 Και ειχε συντετελεσμενα ο Θεος εν τη ημερα τη εβδομη τα εργα αυτου, τα οποια εκαμε? και ανεπαυθη την ημεραν την εβδομην απο παντων των εργων αυτου, τα οποια εκαμε.
3 E Iddio benedisse il settimo giorno, e lo santificò; perciocchè in esso egli s’era riposato da ogni sua opera ch’egli avea creata, per farla3 Και ευλογησεν ο Θεος την ημεραν την εβδομην και ηγιασεν αυτην? διοτι εν αυτη ανεπαυθη απο παντων των εργων αυτου, τα οποια εκτισε και εκαμεν ο Θεος.
4 TALI furono le origini del cielo e della terra, quando quelle cose furono create, nel giorno che il Signore Iddio fece la terra e il cielo;4 Αυτη ειναι η γενεσις του ουρανου και της γης, οτε εκτισθησαν αυτα, καθ' ην ημεραν εποιησε Κυριος ο Θεος γην και ουρανον,
5 e ogni albero ed arboscello della campagna, avanti che ne fosse alcuno in su la terra; ed ogni erba della campagna, avanti che ne fosse germogliata alcuna; perciocchè il Signore Iddio non avea ancora fatto piovere in su la terra, e non v’era alcun uomo per lavorar la terra.5 και παντα τα φυτα του αγρου, πριν γεινωσιν επι της γης, και παντα χορτον του αγρου, πριν βλαστηση? διοτι δεν ειχε βρεξει Κυριος ο Θεος επι της γης, και ανθρωπος δεν ητο δια να εργαζηται την γην
6 Or un vapore saliva dalla terra, che adacquava tutta la faccia della terra.6 ? ο ατμος δε ανεβαινεν απο της γης και εποτιζε παν το προσωπον της γης.
7 E il Signore Iddio formò l’uomo del la polvere della terra, e gli alitò nelle nari un fiato vitale; e l’uomo fu fatto anima vivente7 Και επλασε Κυριος ο Θεος τον ανθρωπον απο χωματος εκ της γης. και ενεφυσησεν εις τους μυκτηρας αυτου πνοην ζωης, και εγεινεν ο ανθρωπος εις ψυχην ζωσαν.
8 Or il Signore Iddio piantò un giardino in Eden, dall’Oriente, e pose quivi l’uomo ch’egli avea formato.8 Και εφυτευσε Κυριος ο Θεος παραδεισον εν τη Εδεμ κατα ανατολας και εθεσεν εκει τον ανθρωπον, τον οποιον επλασε.
9 E il Signore Iddio fece germogliar dalla terra ogni sorta d’alberi piacevoli a riguardare, e buoni a mangiare; e l’albero della vita, in mezzo del giardino; e l’albero della conoscenza del bene e del male.9 Και Κυριος ο Θεος εκαμε να βλαστηση εκ της γης παν δενδρον ωραιον εις την ορασιν και καλον εις την γευσιν? και το ξυλον της ζωης εν μεσω του παραδεισου και το ξυλον της γνωσεως του καλου και του κακου.
10 Ed un fiume usciva di Eden, per adacquare il giardino; e di là si spartiva in quattro capi.10 Ποταμος δε εξηρχετο εκ της Εδεμ δια να ποτιζη τον παραδεισον? και εκειθεν εμεριζετο εις τεσσαρας κλαδους.
11 Il nome del primo è Pison; questo è quello che circonda tutto il paese di Havila, ove è dell’oro.11 Το ονομα του ενος, Φισων? ουτος ειναι ο περικυκλονων πασαν την γην Αβιλα? οπου ευρισκεται το χρυσιον?
12 E l’oro di quel paese è buono; quivi ancora si trovano le perle e la pietra onichina.12 το δε χρυσιον της γης εκεινης ειναι καλον? εκει ειναι το βδελλιον και ο λιθος ο ονυχιτης.
13 E il nome del secondo fiume è Ghihon; questo è quello che circonda tutto il paese di Cus.13 Και το ονομα του ποταμου του δευτερου, Γιων? ουτος ειναι ο περικυκλονων πασαν την γην Χους.
14 E il nome del terzo fiume è Hiddechel; questo è quello che corre di rincontro all’Assiria. E il quarto fiume è l’Eufrate.14 Και το ονομα του ποταμου του τριτου, Τιγρις? ουτος ειναι ο ρεων προς ανατολας της Ασσυριας. Ο δε ποταμος ο τεταρτος, ουτος ειναι ο Ευφρατης.
15 Il Signore Iddio adunque prese l’uomo e lo pose nel giardino di Eden, per lavorarlo, e per guardarlo15 Και ελαβε Κυριος ο Θεος τον ανθρωπον και εθεσεν αυτον εν τω παραδεισω της Εδεμ δια να εργαζηται αυτον και να φυλαττη αυτον.
16 E il Signore Iddio comandò all’uomo, dicendo: Mangia pur d’ogni albero del giardino.16 Προσεταξε δε Κυριος ο Θεος εις τον Αδαμ λεγων, Απο παντος δενδρου του παραδεισου ελευθερως θελεις τρωγει,
17 Ma non mangiar dell’albero della conoscenza del bene e del male; perciocchè, nel giorno che tu ne mangerai per certo tu morrai17 απο δε του ξυλου της γνωσεως του καλου και του κακου δεν θελεις φαγει απ' αυτου? διοτι καθ' ην ημεραν φαγης απ' αυτου, θελεις εξαπαντος αποθανει.
18 Il Signore Iddio disse ancora: E’ non è bene che l’uomo sia solo; io gli farò un aiuto convenevole a lui.18 Και ειπε Κυριος ο Θεος, Δεν ειναι καλον να ηναι ο ανθρωπος μονος? θελω καμει εις αυτον βοηθον ομοιον με αυτον.
19 Or il Signore Iddio, avendo formate della terra tutte le bestie della campagna, e tutti gli uccelli del cielo, li menò ad Adamo, acciocchè vedesse qual nome porrebbe a ciascuno di essi; e che qualunque nome Adamo ponesse a ciascuno animale, esso fosse il suo nome.19 Επλασε δε Κυριος ο Θεος εκ της γης παντα τα ζωα του αγρου και παντα τα πετεινα του ουρανου, και εφερεν αυτα προς τον Αδαμ, δια να ιδη πως να ονομαση αυτα? και ο, τι ονομα ηθελε δωσει ο Αδαμ εις παν εμψυχον, τουτο να ηναι το ονομα αυτου.
20 E Adamo pose nome ad ogni animal domestico, ed agli uccelli del cielo, e ad ogni fiera della campagna; ma non si trovava per Adamo aiuto convenevole a lui20 Και εδωκεν ο Αδαμ ονοματα εις παντα τα κτηνη και εις τα πτηνα του ουρανου και εις παντα τα ζωα του αγρου? εις δε τον Αδαμ δεν ευρισκετο βοηθος ομοιος με αυτον.
21 E il Signore Iddio fece cadere un profondo sonno sopra Adamo, onde egli si addormentò; e Iddio prese una delle coste di esso, e saldò la carne nel luogo di quella.21 Και επεβαλε Κυριος ο Θεος εκστασιν επι τον Αδαμ, και εκοιμηθη? και ελαβε μιαν εκ των πλευρων αυτου και εκλεισε με σαρκα τον τοπον αυτης.
22 E il Signore Iddio fabbricò una donna della costa che egli avea tolta ad Adamo, e la menò ad Adamo.22 Και κατεσκευασε Κυριος ο Θεος την πλευραν, την οποιαν ελαβεν απο του Αδαμ, εις γυναικα και εφερεν αυτην προς τον Αδαμ.
23 E Adamo disse: A questa volta pure ecco osso delle mie ossa, e carne della mia carne; costei sarà chiamata femmina d’uomo, conciossiachè costei sia stata tolta dall’uomo.23 Και ειπεν ο Αδαμ, Τουτο ειναι τωρα οστουν εκ των οστεων μου και σαρξ εκ της σαρκος μου? αυτη θελει ονομασθη ανδρις, διοτι εκ του ανδρος αυτη εληφθη.
24 Perciò l’uomo lascerà suo padre e sua madre, e si atterrà alla sua moglie, ed essi diverranno una stessa carne.24 Δια τουτο θελει αφησει ο ανθρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα αυτου, και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου? και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν.
25 Or amendue, Adamo e la sua moglie, erano ignudi, e non se ne vergognavano25 Ησαν δε και οι δυο γυμνοι, ο Αδαμ και η γυνη αυτου, και δεν ησχυνοντο.