Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

Deuxième livre des Rois 6


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Les frères prophètes dirent à Élisée: “L’endroit où nous habitons avec toi est devenu trop petit pour nous.1 Και ειπον οι υιοι των προφητων προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, ο τοπος, εις τον οποιον ημεις κατοικουμεν ενωπιον σου, ειναι στενος δι' ημας?
2 Descendons jusqu’au Jourdain; là, chacun prendra un tronc et nous construirons un abri pour nous loger.” Il leur dit: “Allez-y!”2 ας υπαγωμεν, παρακαλουμεν, εως του Ιορδανου, και εκειθεν ας λαβωμεν εκαστος μιαν δοκον, και ας καμωμεν εις εαυτους εκει τοπον, δια να κατοικωμεν εκει. Ο δε ειπεν, Υπαγετε.
3 Mais l’un d’entre eux lui dit: “Accepte de venir avec tes serviteurs.” Il répondit: “J’irai.”3 Και ειπεν ο εις, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, να ελθης μετα των δουλων σου. Και ειπε, Θελω ελθει.
4 Il partit donc avec eux, ils arrivèrent au Jourdain et coupèrent du bois.4 Και υπηγε μετ' αυτων. Και ελθοντες εις τον Ιορδανην, εκοπτον τα ξυλα.
5 Tandis que l’un d’entre eux abattait un tronc, le fer de hache tomba dans l’eau. Il se mit à crier: “Ah! Ah! Mon seigneur! Et c’était une hache qu’on m’avait prêtée!”5 Ενω δε ο εις κατεβαλλε την δοκον, επεσε το σιδηριον εις το υδωρ? και εβοησε και ειπεν, Ω, κυριε? και τουτο ητο δανειον?
6 L’homme de Dieu lui dit: “Où est-il tombé?” L’autre lui montra l’endroit. Élisée coupa un morceau de bois, le jeta dans l’eau et fit surnager le fer.6 ειπε δε ο ανθρωπος του Θεου, Που επεσε; Και εδειξε τον τοπον εις αυτον. Τοτε εκοψε σχιζαν ξυλου, και ερριψεν εκει? και το σιδηριον επεπλευσε.
7 Il ajouta: “Remonte-le maintenant.” L’autre étendit sa main et reprit le fer.7 Και ειπεν, Αναλαβε προς σεαυτον. Και εκτεινας την χειρα αυτου, ελαβεν αυτο.
8 Le roi d’Aram était en guerre avec Israël. Il tint conseil avec ses serviteurs et leur dit: “J’irai me mettre en embuscade à tel et tel endroit.”8 Ο δε βασιλευς της Συριας επολεμει εναντιον του Ισραηλ, και συνεβουλευθη μετα των δουλων αυτου, λεγων, Εις τον δεινα και δεινα τοπον θελω στρατοπεδευσει.
9 Mais l’homme de Dieu envoya dire au roi d’Israël: “Ne passe pas par cet endroit, car les Araméens vont y descendre.”9 Και απεστειλεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγων, Φυλαχθητι να μη περασης τον τοπον εκεινον, διοτι οι Συριοι στρατοπεδευουσιν εκει.
10 Alors le roi d’Israël fit porter des ordres à l’endroit que l’homme de Dieu lui avait dit. Élisée l’avertissait ainsi, et pas seulement une fois ou deux, et le roi se tenait sur ses gardes.10 Και απεστειλεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον τοπον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο ανθρωπος του Θεου και παρηγγειλε περι αυτου? και προεφυλαχθη εκειθεν ουχι απαξ ουδε δις.
11 Le roi d’Aram en fut très préoccupé; il appela ses serviteurs et leur dit: “Dites-moi donc lequel des nôtres est pour le roi d’Israël.”11 Και εταραχθη η καρδια του βασιλεως της Συριας δια το πραγμα τουτο? και συγκαλεσας τους δουλους αυτου, ειπε προς αυτους, Δεν θελετε με αναγγειλει, τις εξ ημων ειναι υπερ του βασιλεως του Ισραηλ;
12 Un de ses serviteurs répondit: “Personne, mon seigneur le roi, c’est Élisée, le prophète d’Israël, qui révèle au roi d’Israël même les paroles que tu prononces dans ta chambre à coucher.”12 Και ειπεν εις εκ των δουλων αυτου, Ουδεις, κυριε μου βασιλευ? αλλ' ο Ελισσαιε ο προφητης, ο εν τω Ισραηλ, αναγγελλει προς τον βασιλεα του Ισραηλ τους λογους, τους οποιους λαλεις εν τω ταμειω του κοιτωνος σου.
13 Le roi leur dit: “Allez et voyez où il est, et je le ferai enlever.” On lui donna une information: “Il est à Dotan.”13 Και ειπεν, Υπαγετε και ιδετε που ειναι, δια να στειλω να συλλαβω αυτον. Και ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ειναι εν Δωθαν.
14 Le roi envoya donc là-bas des chevaux, des chars et une troupe nombreuse; ils arrivèrent de nuit pour encercler la ville.14 Και απεστειλεν εκει ιππους και αμαξας και στρατευμα μεγα, οιτινες, ελθοντες δια νυκτος, περιεκυκλωσαν την πολιν.
15 Le serviteur de l’homme de Dieu se leva de bon matin; lorsqu’il sortit, une troupe entourait la ville avec des chevaux et des chars. Le garçon dit à Élisée: “Ah, mon seigneur! Qu’allons-nous faire?”15 Και οτε εξηγερθη το πρωι ο υπηρετης του ανθρωπου του Θεου και εξηλθεν, ιδου, στρατευμα ειχε περικυκλωμενην την πολιν με ιππους και αμαξας. Και ειπεν ο υπηρετης αυτου προς αυτον, Ω, κυριε, τι θελομεν καμει;
16 Il lui répondit: “Ne crains pas, car ceux qui sont avec nous sont plus nombreux que ceux qui sont avec eux.”16 Ο δε ειπε, Μη φοβου? διοτι πλειοτεροι ειναι οι μεθ' ημων παρα τους μετ' αυτων.
17 Élisée se mit en prière: “Yahvé, ouvre ses yeux pour qu’il voie.” Et Yahvé ouvrit les yeux du jeune homme, il vit la montagne couverte de chevaux et de chars de feu tout autour d’Élisée.17 Και προσηυχηθη ο Ελισσαιε και ειπε, Κυριε, Ανοιξον, δεομαι, τους οφθαλμους αυτου, δια να ιδη. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του υπηρετου, και ειδε? και ιδου, το ορος ητο πληρες ιππων και αμαξων πυρος περι τον Ελισσαιε.
18 Les Araméens descendirent vers Élisée. Il fit cette prière à Yahvé: “Daigne frapper d’aveuglement cette troupe!” Et Yahvé les frappa d’aveuglement selon la parole d’Élisée.18 Και οτε κατεβησαν προς αυτον οι Συριοι, προσηυχηθη ο Ελισσαιε προς τον Κυριον και ειπε, Παταξον, δεομαι, τον λαον τουτον με αορασιαν. Και επαταξεν αυτους με αορασιαν, κατα τον λογον του Ελισσαιε.
19 Élisée leur dit: “Ce n’est pas ici le chemin et ce n’est pas ici la ville, suivez-moi et je vous conduirai vers l’homme que vous cherchez.” Et il les conduisit à Samarie.19 Και ειπε προς αυτους ο Ελισσαιε, Δεν ειναι αυτη η οδος ουδε αυτη η πολις? ελθετε κατοπιν μου, και θελω σας φερει προς τον ανθρωπον, τον οποιον ζητειτε. Και εφερεν αυτους εις την Σαμαρειαν.
20 Lorsqu’ils furent entrés dans Samarie, Élisée dit: “Yahvé! Ouvre les yeux de ces hommes et qu’ils voient.” Yahvé ouvrit leurs yeux et ils virent qu’ils étaient au milieu de Samarie.20 Και οτε ηλθον εις την Σαμαρειαν, ειπεν ο Ελισσαιε, Ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους τουτων, δια να βλεπωσι. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους αυτων, και ειδον? και ιδου, ησαν εκ τω μεσω της Σαμαρειας.
21 Le roi d’Israël, en les voyant, dit à Élisée: “Dois-je les frapper, mon père?”21 Και ως ειδεν αυτους ο βασιλευς του Ισραηλ, ειπε προς τον Ελισσαιε, Να παταξω, να παταξω, πατερ μου;
22 Il répondit: “Ne les frappe pas. Frappe-t-on ceux qu’on a fait prisonniers par l’épée ou l’arc? Donne-leur plutôt du pain et de l’eau pour qu’ils mangent et qu’ils boivent; ils retourneront ensuite chez leur maître.”22 Ο δε ειπε, Μη παταξης? ηθελες παταξει εκεινους, τους οποιους ηχμαλωτευσας δια της ρομφαιας σου και δια του τοξου σου; θες αρτον και υδωρ εμπροσθεν αυτων, και ας φαγωσι και ας πιωσι και ας απελθωσι προς τον κυριον αυτων.
23 Alors le roi leur fit servir un bon repas, ils mangèrent et ils burent. Puis il les renvoya et ils s’en retournèrent chez leur maître; à partir de ce moment-là, les bandes araméennes cessèrent leurs raids sur le territoire d’Israël.23 Και εθεσεν εμπροσθεν αυτων αφθονον τροφην? και αφου εφαγον και επιον, απεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν προς τον κυριον αυτων. Και δεν ηλθον πλεον τα ταγματα της Συριας εις την γην του Ισραηλ.
24 Beaucoup plus tard, Ben-Hadad roi d’Aram rassembla toute son armée et monta pour assiéger Samarie.24 Μετα δε ταυτα ο Βεν-αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισεν απαν το στρατευμα αυτου, και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν.
25 La famine fut grande à Samarie, la situation était telle qu’une tête d’âne valait 80 pièces d’argent et qu’une petite mesure de pois chiches en valait cinq.25 Εγεινε δε πεινα μεγαλη εν Σαμαρεια? και ιδου, επολιορκουν αυτην, εωσου κεφαλη ονου επωληθη δι' ογδοηκοντα αργυρια και το τεταρτον ενος καβου κοπρου περιστερων δια πεντε αργυρια.
26 Au moment où le roi passait sur le rempart, une femme cria vers lui: “Sauve-moi, mon seigneur le roi!”26 Και ενω διεβαινεν ο βασιλευς του Ισραηλ επι του τειχους, γυνη τις εβοησε προς αυτον, λεγουσα, Σωσον, κυριε μου βασιλευ.
27 Il répondit: “Si Yahvé ne te sauve pas, que puis-je faire? N’attends rien de moi pour manger ou pour boire?”27 Ο δε ειπεν, Εαν ο Κυριος δεν σε σωση, ποθεν θελω σε σωσει εγω; μη εκ του αλωνιου η εκ του ληνου;
28 Puis le roi lui dit: “Qu’y a-t-il?” Elle répondit: “La femme que voici m’avait dit: Donne ton fils pour que nous le mangions aujourd’hui; demain nous mangerons mon fils.28 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Η γυνη αυτη μοι ειπε, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον σημερον, και αυριον θελομεν φαγει τον υιον μου?
29 Nous avons donc fait cuire mon fils et nous l’avons mangé, mais lorsque le jour suivant je lui ai dit: ‘Donne ton fils pour que nous le mangions’, elle l’a caché.”29 και εβρασαμεν τον υιον μου και εφαγομεν αυτον? ειπον δε προς αυτην την ακολουθον ημεραν, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον? η δε εκρυψε τον υιον αυτης.
30 En entendant les paroles de cette femme, le roi déchira ses vêtements, et comme il était sur le rempart, le peuple vit qu’en dessous de ses vêtements il portait un sac à même le corps.30 Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους της γυναικος, διερρηξε τα ιματια αυτου? και ενω διεβαινεν επι του τειχους, ο λαος ειδε, και ιδου, σακκος εσωθεν επι της σαρκος αυτου.
31 Le roi dit: “Que Dieu me maudisse et me maudisse encore, si la tête d’Élisée fils de Chafat reste aujourd’hui sur ses épaules!”31 Και ειπεν, Ουτω να καμη εις εμε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν η κεφαλη του Ελισσαιε υιου του Σαφατ σταθη επανω αυτου σημερον.
32 Or Élisée était assis dans sa maison, et les anciens étaient assis autour de lui. Le roi envoya un de ses hommes, mais avant que le messager n’arrive, Élisée avait dit aux anciens: “Savez-vous que ce fils d’assassin envoie quelqu’un pour me couper la tête? Faites attention! Lorsque le messager viendra, fermez la porte et repoussez-le avec la porte. On entendra sûrement les pas de son maître juste derrière les siens.”32 Ο δε Ελισσαιε εκαθητο εν τω οικω αυτου, και οι πρεσβυτεροι εκαθηντο μετ' αυτου? και απεστειλεν ο βασιλευς ανδρα απ' εμπροσθεν αυτου? πριν δε ελθη προς αυτον ο μηνυτης, αυτος ειπε προς τους πρεσβυτερους, Δεν βλεπετε οτι ουτος ο υιος του φονευτου εστειλε να αφαιρεση την κεφαλην μου; βλεπετε, καθως ελθη ο μηνυτης, κλεισατε την θυραν και εμποδισατε αυτον προς την θυραν? η φωνη των ποδων του κυριου αυτου δεν ειναι εξοπισθεν αυτου;
33 Élisée parlait encore avec eux lorsque le roi arriva chez lui: “Ce malheur vient de Yahvé, dit-il, que puis-je encore espérer de Yahvé?”33 Και ενω ετι ελαλει μετ' αυτων, ιδου, κατεβη προς αυτον ο μηνυτης? και ειπεν, Ιδου, παρα Κυριου ειναι το κακον τουτο? τι πλεον να ελπισω εις τον Κυριον;