Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Deuxième livre des Rois 2


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Yahvé fit monter Élie au ciel dans un tourbillon: voici comment. Comme Élie sortait de Guilgal en compagnie d’Élisée,1 Οτε δε εμελλεν ο Κυριος να αναβιβαση τον Ηλιαν εις τον ουρανον με ανεμοστροβιλον, ανεχωρησεν ο Ηλιας μετα του Ελισσαιε απο Γαλγαλων.
2 Élie lui dit: “Reste ici je te prie. Yahvé m’envoie jusqu’à Béthel.” Mais Élisée répondit: “Aussi vrai que Yahvé est vivant et que je suis vivant, je ne te quitterai pas.” Et ils descendirent ensemble à Béthel.2 Και ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εως Βαιθηλ. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και κατεβησαν εις Βαιθηλ.
3 Les frères prophètes qui étaient à Béthel vinrent à la rencontre d’Élisée. Ils lui dirent: “Sais-tu que Yahvé enlèvera aujourd’hui ton maître au-dessus de toi?” Il répondit: “Je le sais bien, mais ne dites rien.”3 Και εξηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Βαιθηλ προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.
4 Élie lui dit: “Élisée, reste ici, je te prie, car Yahvé m’envoie à Jéricho.” Mais il répondit: “Aussi vrai que Yahvé est vivant et que je suis vivant, je ne te quitterai pas.” Ils arrivèrent ainsi à Jéricho.4 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Ελισσαιε, καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις Ιεριχω. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και ηλθον εις Ιεριχω.
5 Les frères prophètes qui étaient à Jéricho s’approchèrent d’Élisée: “Sais-tu, lui dirent-ils, que Yahvé enlèvera aujourd’hui ton maître au-dessus de toi?” Il répondit: “Je le sais, mais gardez votre calme.”5 Και προσηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Ιεριχω προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.
6 Élie lui dit: “Reste ici, je te prie, car Yahvé m’envoie au Jourdain.” Il répondit: “Aussi vrai que Yahvé est vivant et que je suis vivant, je ne te quitterai pas.” Et les deux prirent la route.6 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις τον Ιορδανην. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και υπηγαν αμφοτεροι.
7 Une cinquantaine des frères prophètes allèrent aussi, ils restèrent à distance pendant que tous les deux s’arrêtaient au bord du Jourdain.7 Και υπηγαν πεντηκοντα ανδρες εκ των υιων των προφητων, και εσταθησαν απεναντι μακροθεν? εκεινοι δε οι δυο εσταθησαν επι του Ιορδανου.
8 Alors Élie prit son manteau et le roula; il frappa les eaux avec et elles se partagèrent, de sorte que tous les deux passèrent à pied sec.8 Και ελαβεν ο Ηλιας την μηλωτην αυτου και εδιπλωσεν αυτην και εκτυπησε τα υδατα, και διηρεθησαν ενθεν και ενθεν, και διεβησαν αμφοτεροι δια ξηρας.
9 Lorsqu’ils eurent traversé, Élie dit à Élisée: “Que veux-tu que je fasse pour toi? Demande-le avant que je ne sois enlevé d’auprès de toi.” Élisée répondit: “Que vienne sur moi une double part de ton esprit.”9 Και οτε διεβησαν, ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Ζητησον τι να σοι καμω, πριν αναληφθω απο σου. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Διπλασια μερις του πνευματος σου ας ηναι, παρακαλω, επ' εμε.
10 Élie répondit: “Tu demandes une chose difficile! Si tu me vois pendant que je suis enlevé d’auprès de toi, tu l’auras; sinon, cela ne sera pas.”10 Ο δε ειπε, Σκληρον πραγμα εζητησας? πλην εαν με ιδης αναλαμβανομενον απο σου, θελει γεινει εις σε ουτως? ει δε μη, δεν θελει γεινει.
11 Ils parlaient tout en marchant, lorsqu’un char de feu et des chevaux de feu les séparèrent l’un de l’autre: Élie monta au ciel dans un tourbillon.11 Και ενω αυτοι περιεπατουν ετι λαλουντες, ιδου, αμαξα πυρος και ιπποι πυρος, και διεχωρισαν αυτους αμφοτερους? και ανεβη ο Ηλιας με ανεμοστροβιλον εις τον ουρανον.
12 Élisée le voyait et criait: “Mon père! Mon père! Char d’Israël et ses cavaliers!” Puis il ne les vit plus. Il saisit alors ses vêtements et les déchira en deux parts.12 Ο δε Ελισσαιε εβλεπε και εβοα, Πατερ μου, πατερ μου, αμαξα του Ισραηλ και ιππικον αυτου. Και δεν ειδεν αυτον πλεον? και επιασε τα ιματια αυτου και διεσχισεν αυτα εις δυο τμηματα.
13 Élisée ramassa le manteau d’Élie qui était tombé près de lui et il revint. Arrivé au bord du Jourdain il s’arrêta,13 Και σηκωσας την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, επεστρεφε και εσταθη επι του χειλους του Ιορδανου.
14 il prit le manteau d’Élie et il en frappa les eaux. Elles ne se divisèrent pas. Alors il dit: “Où est le Dieu d’Élie, où est-il?” Et comme il frappait les eaux, celles-ci se partagèrent en deux: Élisée traversa.14 Και λαβων την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, εκτυπησε τα υδατα και ειπε, Που ειναι Κυριος ο Θεος του Ηλια; Και ως εκτυπησε και αυτος τα υδατα, διηρεθησαν ενθεν και ενθεν? και διεβη ο Ελισσαιε.
15 Les frères prophètes le virent de loin et ils dirent: “L’esprit d’Élie repose sur Élisée!” Ils vinrent à sa rencontre et se prosternèrent à terre devant lui.15 Και ιδοντες αυτον οι υιοι των προφητων, οι εν Ιεριχω εκ του απεναντι, ειπον, Το πνευμα του Ηλια επανεπαυθη επι τον Ελισσαιε. Και ηλθον εις συναντησιν αυτου και προσεκυνησαν αυτον εως εδαφους.
16 Ils lui dirent: “Il y a bien ici parmi tes serviteurs 50 hommes solides. Laisse-les partir à la recherche de ton maître. L’Esprit de Yahvé l’a peut-être emporté et jeté sur quelque montagne ou dans l’une des vallées.” Mais il leur répondit: “Non! N’envoyez personne!”16 Και ειπον προς αυτον, Ιδου τωρα, πεντηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι μετα των δουλων σου? ας υπαγωσι, παρακαλουμεν, και ας ζητησωσι τον κυριον σου, μηποτε εσηκωσεν αυτον το πνευμα του Κυριου και ερριψεν αυτον επι τινος ορους η επι τινος κοιλαδος. Και ειπε, Μη αποστειλητε.
17 Comme ils insistaient au point d’en être fatigants, Élisée leur dit: “Eh bien, envoyez-les.” Ils envoyèrent donc les 50 hommes qui cherchèrent durant trois jours sans le retrouver.17 Αλλ' αφου εβιασαν αυτον τοσον ωστε ησχυνετο, ειπεν, Αποστειλατε. Απεστειλαν λοιπον πεντηκοντα ανδρας και εζητησαν τρεις ημερας, πλην δεν ευρηκαν αυτον.
18 Quand ils revinrent vers lui à Jéricho, il leur dit: “Ne vous avais-je pas dit de ne pas y aller?”18 Και οτε επεστρεψαν προς αυτον, διοτι εμεινεν εν Ιεριχω, ειπε προς αυτους, Δεν σας ειπα, Μη υπαγητε;
19 Les gens de la ville dirent à Élisée: “On est bien ici, comme le voit mon seigneur, mais les eaux sont mauvaises et les femmes du pays sont stériles.”19 Και ειπον οι ανδρες της πολεως προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, η θεσις της πολεως ταυτης ειναι καλη, καθως ο κυριος μου βλεπει τα υδατα ομως ειναι κακα και η γη αγονος.
20 Il leur dit: “Donnez-moi une assiette neuve et mettez du sel dedans.” Ils la lui donnèrent.20 Και ειπε, Φερετε μοι φιαλην καινην και βαλετε αλας εις αυτην. Και εφεραν προς αυτον.
21 Il se rendit à la source et jeta le sel dans l’eau, puis il dit: “Voici ce que dit Yahvé: J’ai assaini ces eaux, il n’en sortira plus jamais ni mort ni stérilité.”21 Και εξηλθεν εις την πηγην των υδατων και ερριψε το αλας εκει και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Υγιανα τα υδατα ταυτα? δεν θελει εισθαι πλεον εκ τουτων θανατος η ακαρπια.
22 Et les eaux furent assainies jusqu’à ce jour, selon la parole qu’avait prononcée Élisée.22 Και ιαθησαν τα υδατα εως της ημερας ταυτης, κατα τον λογον του Ελισσαιε, τον οποιον ελαλησε.
23 De là, il partit pour Béthel; comme il était sur la route qui monte, de jeunes garçons sortirent de la ville et se moquèrent de lui: “Allez le chauve, grimpe! Allez le chauve, grimpe!” disaient-ils.23 Και ανεβη εκειθεν εις Βαιθηλ? και ενω αυτος ανεβαινεν εν τη οδω, εξηλθον εκ της πολεως παιδια μικρα και ενεπαιζον αυτον και ελεγον προς αυτον, Αναβαινε, φαλακρε? αναβαινε, φαλακρε?
24 Il se retourna et, les voyant, il les maudit au nom de Yahvé: deux ourses sortirent de la forêt et déchirèrent 42 de ces garçons.24 ο δε εστραφη οπισω και ιδων αυτα, κατηρασθη αυτα εις το ονομα του Κυριου. Και εξηλθον εκ του δασους δυο αρκτοι και διεσπαραξαν εξ αυτων τεσσαρακοντα δυο παιδια.
25 De là, il se rendit au mont Carmel puis il retourna à Samarie.25 Και υπηγεν εκειθεν εις το ορος τον Καρμηλον? και εκειθεν επεστρεψεν εις Σαμαρειαν.