Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Premier livre des Rois 3


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Salomon devint gendre du Pharaon d’Égypte; il épousa la fille du Pharaon et la mena dans la cité de David, car il n’avait pas encore fini de construire sa maison, la maison de Yahvé et le rempart de Jérusalem.1 Εκαμε δε ο Σολομων επιγαμιαν μετα του Φαραω, βασιλεως της Αιγυπτου, και ελαβε την θυγατερα του Φαραω? και εφερεν αυτην εις την πολιν Δαβιδ, εωσου ετελειωσε να οικοδομη τον οικον αυτου και τον οικον του Κυριου και το τειχος της Ιερουσαλημ κυκλω.
2 Le peuple offrait alors des sacrifices sur les Hauts-Lieux car la maison destinée au Nom de Yahvé n’était pas encore bâtie.2 Πλην ο λαος εθυσιαζεν επι τους υψηλους τοπους, επειδη δεν ητο ωκοδομημενος οικος εις το ονομα του Κυριου, εως των ημερων εκεινων.
3 Salomon aimait Yahvé, il marchait selon les préceptes de son père David, mais il offrait des sacrifices sur les Hauts-Lieux et y brûlait des parfums.3 Και ηγαπησεν ο Σολομων τον Κυριον, περιπατων εις τα προσταγματα Δαβιδ του πατρος αυτου? μονον εθυσιαζε και εθυμιαζεν επι τους υψηλους τοπους.
4 Le roi se rendit à Gabaon pour y offrir des sacrifices; c’était le Haut-Lieu principal et Salomon offrit mille holocaustes sur cet autel.4 Και υπηγεν ο βασιλευς εις Γαβαων, δια να θυσιαση εκει? διοτι εκεινος ητο ο υψηλος τοπος ο μεγας? χιλια ολοκαυτωματα προσεφερεν ο Σολομων επι το θυσιαστηριον εκεινο.
5 Là, à Gabaon, Yahvé apparut en songe à Salomon pendant la nuit. Il lui dit: “Demande-moi ce que tu veux et je te le donnerai.”5 Εφανη δε ο Κυριος εν Γαβαων εις τον Σολομωντα καθ' υπνον δια νυκτος? και ειπεν ο Θεος, Ζητησον τι να σοι δωσω.
6 Salomon répondit: “Tu as montré une très grande bonté à ton serviteur David, mon père; il est vrai qu’il marchait en ta présence dans la fidélité, la justice et la sincérité. Tu n’as pas mis fin à cette grande bonté à son égard: tu as voulu que son fils soit assis aujourd’hui sur son trône.6 Ο δε Σολομων ειπε, Συ εκαμες μεγα ελεος προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου, επειδη περιεπατησεν ενωπιον σου εν αληθεια και εν δικαιοσυνη και εν ευθυτητι καρδιας μετα σου? και εφυλαξας εις αυτον το μεγα τουτο ελεος και εδωκας εις αυτον υιον καθημενον επι του θρονου αυτου, καθως την ημεραν ταυτην?
7 Tu m’as fait roi, Yahvé, mon Dieu, à la place de mon père David. Mais je ne suis qu’un tout jeune homme et je ne sais encore pas agir.7 και τωρα, Κυριε Θεε μου, συ εκαμες τον δουλον σου βασιλεα αντι Δαβιδ του πατρος μου? και εγω ειμαι παιδαριον μικρον? δεν εξευρω πως να εξερχωμαι και να εισερχωμαι?
8 Ton serviteur se retrouve avec ton peuple, que tu as choisi toi-même, et c’est un peuple si nombreux qu’on ne peut ni l’évaluer, ni le compter.8 και ο δουλος σου ειναι εν μεσω του λαου σου, τον οποιον εξελεξας, λαου μεγαλου, οστις εκ του πληθους δεν δυναται να αριθμηθη ουδε να λογαριασθη?
9 Accorde donc à ton serviteur l’intelligence pour distinguer entre le bien et le mal lorsqu’il gouverne ton peuple. Qui pourrait en effet bien gouverner un peuple aussi important?”9 δος λοιπον εις τον δουλον σου καρδιαν νοημονα εις το να κρινη τον λαον σου, δια να διακρινω μεταξυ καλου και κακου? διοτι τις δυναται να κρινη τον λαον σου τουτον τον μεγαν;
10 La demande de Salomon plut au Seigneur,10 Και ηρεσεν ο λογος εις τον Κυριον, οτι ο Σολομων εζητησε το πραγμα τουτο.
11 et Dieu lui dit: “Je retiens que tu n’as demandé pour toi ni une longue vie, ni la richesse, ni la mort de tes ennemis. Parce que tu m’as fait cette autre demande, parce que tu m’as demandé l’intelligence pour exercer la justice,11 Και ειπεν ο Θεος προς αυτον, Επειδη εζητησας το πραγμα τουτο, και δεν εζητησας εις σεαυτον πολυζωιαν, και δεν εζητησας εις σεαυτον πλουτη, και δεν εζητησας την ζωην των εχθρων σου, αλλ' εζητησας εις σεαυτον συνεσιν δια να εννοης κρισιν,
12 je vais faire ce que tu m’as demandé. Je te donne un cœur sage et intelligent, tel qu’il n’y en a pas eu de pareil avant toi et qu’il n’y en aura pas de pareil après toi.12 ιδου, εκαμα κατα τους λογους σου? ιδου, εδωκα εις σε καρδιαν σοφην και συνετην, ωστε δεν εσταθη προτερον σου ομοιος σου, ουδε μετα σε θελει αναστηθη ομοιος σου?
13 Et je te donnerai même ce que tu n’as pas demandé: tu auras richesse et gloire plus qu’aucun autre roi de la terre durant ta vie.13 ετι δε εδωκα εις σε και ο, τι δεν εζητησας, και πλουτον και δοξαν, ωστε μεταξυ των βασιλεων δεν θελει εισθαι ουδεις ομοιος σου καθ' ολας τας ημερας σου?
14 Si tu marches dans mes voies, si tu observes mes ordonnances et mes commandements comme l’a fait ton père David, je te donnerai longue vie.”14 και εαν περιπατης εις τας οδους μου, φυλαττων τα διαταγματα μου και τας εντολας μου, καθως περιεπατησε Δαβιδ ο πατηρ σου, τοτε θελω μακρυνει τας ημερας σου.
15 Alors Salomon s’éveilla: il comprit que c’était un rêve. Une fois rentré à Jérusalem, il alla officier face à l’Arche de l’Alliance de Yahvé et il offrit des holocaustes et des sacrifices de communion; puis il donna un grand repas à tous ses serviteurs.15 Και εξυπνησεν ο Σολομων? και ιδου, ητο ενυπνιον. Και ηλθεν εις Ιερουσαλημ και εσταθη ενωπιον της κιβωτου της διαθηκης του Κυριου, και προσεφερεν ολοκαυτωματα και εκαμεν ειρηνικας προσφορας και εκαμε συμποσιον εις παντας τους δουλους αυτου.
16 Deux prostituées vinrent au tribunal du roi.16 Τοτε ηλθον δυο γυναικες πορναι προς τον βασιλεα και εσταθησαν εμπροσθεν αυτου.
17 L’une d’elles lui dit: “Je t’en prie, mon seigneur, cette femme et moi nous habitons la même maison et dans cette maison j’ai donné le jour à un enfant.17 Και ειπεν η μια γυνη, Ω, κυριε μου εγω και η γυνη αυτη κατοικουμεν εν τη αυτη οικια, και εγεννησα συγκατοικουσα μετ' αυτης?
18 Trois jours après la naissance, elle aussi a mis au monde un enfant. Nous étions ensemble, aucune personne étrangère avec nous, nous étions seules dans la maison.18 την δε τριτην ημεραν αφου εγω εγεννησα, εγεννησε και η γυνη αυτη? και ημεθα ομου? δεν ητο ξενος μεθ' ημων εν τη οικια? μονον ημεις αι δυο ημεθα εν τη οικια?
19 Or, durant la nuit, le fils de cette femme est mort car elle s’était couchée sur lui.19 και την νυκτα απεθανεν ο υιος της γυναικος ταυτης, επειδη εκοιμηθη επ' αυτον?
20 Alors elle se lève au milieu de la nuit, elle prend mon fils à côté de moi tandis que je dors, elle le couche sur elle et elle place son fils mort à côté de moi.20 και αυτη σηκωθεισα το μεσονυκτιον, ελαβε τον υιον μου εκ του πλαγιου μου, ενω η δουλη σου εκοιματο, και εβαλεν αυτον εις τον κολπον αυτης? τον δε υιον αυτης τον νεκρον εβαλεν εις τον κολπον μου?
21 Au matin, lorsque je me lève pour allaiter mon fils, je vois qu’il est mort, mais en regardant attentivement, je m’aperçois que ce n’est pas l’enfant que j’ai mis au monde.”21 και οτε εσηκωθην το πρωι, δια να θηλασω τον υιον μου, ιδου, ητο νεκρος? πλην αφου το πρωι παρετηρησα αυτο, ιδου, δεν ητο ο υιος μου τον οποιον εγεννησα.
22 À ce moment l’autre femme se met à crier: “C’est mon fils qui est vivant et c’est ton fils qui est mort!” Et la première réplique: “Ce n’est pas vrai, c’est ton fils qui est mort, le mien est en vie!” Et elles se disputaient ainsi devant le roi.22 Η δε αλλη γυνη ειπεν, Ουχι, αλλ' ο ζων ειναι ο υιος μου, ο δε νεκρος ειναι ο υιος σου. Η δε ειπεν, Ουχι, αλλ' ο νεκρος ειναι ο υιος σου, ο δε ζων ειναι ο υιος μου. Ουτως ελαλησαν ενωπιον του βασιλεως.
23 Le roi prit la parole: “Tu dis, toi: C’est mon fils qui est vivant et c’est ton fils qui est mort. Et toi tu dis: Non! C’est ton fils qui est mort et c’est le mien qui est vivant.”23 Και ειπεν ο βασιλευς, Η μεν λεγει, Ουτος ο ζων ειναι ο υιος μου, ο δε νεκρος ειναι ο υιος σου? η δε λεγει, Ουχι, αλλ' ο νεκρος ειναι ο υιος σου, ο δε ζων ειναι ο υιος μου.
24 Le roi ordonna: “Apportez-moi une épée.” On apporta l’épée devant le roi.24 Και ειπεν ο βασιλευς, φερετε μοι μαχαιραν. Και εφεραν την μαχαιραν εμπροσθεν του βασιλεως.
25 Le roi dit alors: “Coupez en deux l’enfant qui vit, et donnez-en la moitié à l’une et l’autre moitié à l’autre.”25 Και ειπεν ο βασιλευς, Διαιρεσατε εις δυο το παιδιον το ζων, και δοτε το ημισυ εις την μιαν και το ημισυ εις την αλλην.
26 Alors la femme dont le fils était vivant dit au roi, car elle était bouleversée dans son cœur de mère: “Non, je t’en prie, mon seigneur, donne-lui plutôt l’enfant qui vit, qu’on ne le tue pas.” Mais l’autre répliquait: “Il ne sera ni à toi, ni à moi, partagez-le.”26 Τοτε η γυνη, της οποιας ητο ο υιος ο ζων, ελαλησε προς τον βασιλεα, διοτι τα σπλαγχνα αυτης επονεσαν δια τον υιον αυτης, και ειπεν, Ω, κυριε μου, δος εις αυτην το παιδιον το ζων, και κατ' ουδενα τροπον μη θανατωσης αυτο. Η δε αλλη ειπε, Μητε ιδικον μου ας ηναι, μητε ιδικον σου? διαιρεσατε αυτο.
27 Alors le roi décida: “Donnez l’enfant qui vit à la première, ne le tuez pas; c’est elle qui est la mère.”27 Τοτε αποκριθεις ο βασιλευς, ειπε, Δοτε εις αυτην το παιδιον το ζων, και κατ' ουδενα τροπον μη θανατωσητε αυτο? αυτη ειναι μητηρ αυτου.
28 Tout Israël entendit parler du jugement que le roi avait prononcé; dès lors on eut un grand respect pour le roi car on voyait que la sagesse de Dieu était en lui lorsqu’il rendait la justice.28 Και ηκουσε πας ο Ισραηλ περι της κρισεως, την οποιαν ο βασιλευς εκρινε, και εφοβηθησαν τον βασιλεα? διοτι ειδον οτι σοφια Θεου ητο εν αυτω δια να καμνη κρισιν?