Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Premier livre des Rois 17


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Le prophète Élie - il était de Tichbé en Galaad - vint dire à Akab: “Aussi vrai que Yahvé Dieu d’Israël, celui que je sers, est vivant, il n’y aura durant ces années-ci ni rosée ni pluie, sauf à ma parole.”1 Και ειπεν Ηλιας ο Θεσβιτης, ο εκ των κατοικων της Γαλααδ, προς τον Αχααβ, Ζη Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, εμπροσθεν του οποιου παρισταμαι, δεν θελει εισθαι τα ετη ταυτα δροσος και βροχη, ειμη δια του λογου του στοματος μου.
2 Une parole de Yahvé fut alors adressée à Élie:2 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων,
3 “Pars d’ici et va du côté de l’est. Tu te cacheras dans le torrent de Kérit à l’est du Jourdain.3 Αναχωρησον εντευθεν και στρεψον προς ανατολας και κρυφθητι πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου?
4 Tu boiras l’eau du torrent et j’ai donné des ordres aux corbeaux pour que là-bas ils te ravitaillent.”4 και θελεις πινει εκ του χειμαρρου? προσεταξα δε τους κορακας να σε τρεφωσιν εκει.
5 Élie partit donc et fit ce que Yahvé lui avait dit; il alla s’établir au torrent de Kérit à l’est du Jourdain.5 Και υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Κυριου? διοτι υπηγε και εκαθησε πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου.
6 Les corbeaux lui apportaient du pain le matin et de la viande le soir.6 Και οι κορακες εφερον προς αυτον αρτον και κρεας το πρωι, και αρτον και κρεας το εσπερας? και επινεν εκ του χειμαρρου.
7 Mais au bout d’un certain temps le torrent resta à sec, car la pluie ne tombait plus sur le pays.7 Μετα δε τινας ημερας εξηρανθη ο χειμαρρος, επειδη δεν εγεινε βροχη επι της γης.
8 Une parole de Dieu lui fut alors adressée:8 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων,
9 “Lève-toi, va t’établir à Sarepta dans la région de Sidon. J’ai donné des ordres là-bas à une veuve pour qu’elle te nourrisse.”9 Σηκωθεις υπαγε εις Σαρεπτα της Σιδωνος και καθισον εκει? ιδου, προσεταξα εκει γυναικα χηραν να σε τρεφη.
10 Il se leva donc et partit pour Sarepta. Lorsqu’il arriva à la porte de la ville, une veuve était là qui ramassait du bois. Il l’appela et lui dit: “Voudrais-tu me chercher un peu d’eau dans cette cruche pour que je boive.”10 Και σηκωθεις υπηγεν εις Σαρεπτα. Και ως ηλθεν εις την πυλην της πολεως, ιδου, εκει γυνη χηρα συναγουσα ξυλαρια? και εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι, παρακαλω, ολιγον υδωρ εν αγγειω, δια να πιω.
11 Comme elle allait en prendre, il l’appela et lui dit: “Voudrais-tu m’apporter aussi un morceau de pain.”11 Και ενω υπηγε να φερη αυτο, εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι παρακαλω, κομματιον αρτου εν τη χειρι σου.
12 Elle répondit: “Aussi vrai que Yahvé ton Dieu est vivant, je n’ai rien de cuit, je n’ai qu’un peu de farine dans un pot et un peu d’huile dans une cruche. Je m’en vais ramasser deux morceaux de bois et je reviens le préparer à la maison pour moi et pour mon fils. Nous le mangerons, et ensuite ce sera la mort.”12 Η δε ειπε, Ζη Κυριος ο Θεος σου, δεν εχω ψωμιον, αλλα μονον μιαν χεριαν αλευρου εις το πιθαριον και ολιγον ελαιον εις το ρωγιον? και ιδου, συναγω δυο ξυλαρια, δια να υπαγω και να καμω αυτο δι' εμαυτην και δια τον υιον μου, και να φαγωμεν αυτο και να αποθανωμεν.
13 Élie lui dit: “N’aie pas peur, rentre et fais ce que tu as dit; seulement prépare-moi d’abord une petite galette que tu m’apporteras, tu en feras une ensuite pour toi et pour ton fils.13 Ο δε Ηλιας ειπε προς αυτην, Μη φοβου? υπαγε, καμε ως ειπας? πλην εξ αυτου καμε εις εμε πρωτον μιαν μικραν πητταν και φερε εις εμε, και επειτα καμε δια σεαυτην και δια τον υιον σου?
14 Car voici ce que dit Yahvé, Dieu d’Israël: La farine du pot ne s’épuisera pas, l’huile dans la cruche ne se terminera pas jusqu’au jour où Yahvé fera tomber la pluie sur la terre.”14 διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? το πιθαριον του αλευρου δεν θελει κενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου θελει ελαττωθη, εως της ημερας καθ' ην ο Κυριος θελει δωσει βροχην επι προσωπου της γης.
15 Elle partit donc et fit comme Élie le lui avait dit, et pendant longtemps ils eurent à manger, lui et elle et le fils.15 Η δε υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Ηλια? και ετρωγεν αυτη και αυτος και ο οικος αυτης ημερας πολλας?
16 La farine du pot ne s’épuisa pas et l’huile dans la cruche ne se termina pas, selon la parole que Yahvé avait dite par la bouche d’Élie.16 το πιθαριον του αλευρου δεν εκενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου ηλαττωθη, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του Ηλια.
17 Dans la suite il arriva que le fils de la maîtresse de maison tomba malade; sa maladie empira et il rendit le dernier souffle.17 Μετα δε τα πραγματα ταυτα, ηρρωστησεν ο υιος της γυναικος, της κυριας του οικου? και η αρρωστια αυτου ητο δυνατη σφοδρα, εωσου δεν εμεινε πνοη εν αυτω.
18 Alors elle dit à Élie: “Pourquoi t’es-tu mis dans mes affaires, homme de Dieu? Es-tu venu chez moi pour remettre devant Dieu toutes mes fautes et pour faire mourir mon fils?”18 Και ειπε προς τον Ηλιαν, Τι εχεις μετ' εμου, ανθρωπε του Θεου; ηλθες προς εμε δια να φερης εις ενθυμησιν τας ανομιας μου και να θανατωσης τον υιον μου;
19 Il lui répondit: “Donne-moi ton fils.” Élie le prit des bras de cette femme, il le monta dans la chambre haute où il logeait et le coucha sur son lit.19 Ο δε ειπε προς αυτην, Δος μοι τον υιον σου. Και ελαβεν αυτον εκ του κολπου αυτης και ανεβιβασεν αυτον εις το υπερωον, οπου αυτος εκαθητο, και επλαγιασεν αυτον επι την κλινην αυτου.
20 Puis il invoqua Yahvé: “Yahvé, mon Dieu, dit-il, feras-tu venir le malheur même sur cette veuve qui me loge, feras-tu mourir son fils?”20 Και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου? επεφερες κακον και εις την χηραν, παρα τη οποια εγω παροικω, ωστε να θανατωσης τον υιον αυτης;
21 Alors il s’allongea par trois fois sur l’enfant et il invoqua Yahvé: “Yahvé mon Dieu, redonne à cet enfant le souffle de vie.”21 Και εξηπλωθη τρις επι το παιδαριον και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου, ας επανελθη, δεομαι, η ψυχη του παιδαριου τουτου εντος αυτου.
22 Yahvé entendit l’appel d’Élie et le souffle de l’enfant lui revint: il était vivant!22 Και εισηκουσεν ο Κυριος της φωνης του Ηλια? και επανηλθεν η ψυχη του παιδαριου εντος αυτου και ανεζησε.
23 Élie prit l’enfant, le fit descendre de la chambre haute dans la maison, et le redonna à sa mère. Élie lui dit: “Regarde, ton fils est vivant.”23 Και ελαβεν ο Ηλιας το παιδαριον, και κατεβιβασεν αυτο απο του υπερωου εις τον οικον και εδωκεν αυτο εις την μητερα αυτου. Και ειπεν ο Ηλιας, Βλεπε, ζη ο υιος σου.
24 Alors la femme dit à Élie: “Maintenant je sais que tu es un homme de Dieu, et quand tu dis la parole de Dieu, c’est vrai!”24 Και ειπεν η γυνη προς τον Ηλιαν, Τωρα γνωριζω εκ τουτου οτι εισαι ανθρωπος του Θεου, και ο λογος του Κυριου εν τω στοματι σου ειναι αληθεια.