Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 21


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Sous le règne de David, il y eut une famine qui dura trois ans. David consulta Yahvé, et Yahvé répondit: “Il y a du sang sur Saül et sur sa famille parce que Saül a mis à mort les Gabaonites.”1 Εγεινε δε πεινα εν ταις ημεραις του Δαβιδ τρια ετη κατα συνεχειαν? και ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον? και ο Κυριος απεκριθη, Τουτο εγεινεν εξ αιτιας του Σαουλ και του φονικου οικου αυτου, διοτι εθανατωσε τους Γαβαωνιτας.
2 De fait, ces Gabaonites n’étaient pas des Israélites, ils descendaient des anciens Amorites mais les Israélites s’étaient engagés envers eux par serment. Malgré cela, Saül avait cherché à les détruire dans son zèle pour Israël et pour Juda. David convoqua donc les Gabaonites,2 Και εκαλεσεν ο βασιλευς τους Γαβαωνιτας και ειπε προς αυτους? οι δε Γαβαωνιται δεν ησαν των υιων Ισραηλ, αλλ' εκ των εναπολειφθεντων Αμορραιων? και οι υιοι Ισραηλ ειχον ομοσει προς αυτους? ο δε Σαουλ εζητησε να θανατωση αυτους απο του ζηλου αυτου προς τους υιους Ισραηλ και Ιουδα.
3 il leur dit: “Que devons-nous faire pour réparer, pour que vous bénissiez l’héritage de Yahvé?”3 Ο Δαβιδ λοιπον ειπε προς τους Γαβαωνιτας, Τι θελω καμει εις εσας; και με τι θελω καμει εξιλεωσιν, δια να ευλογησητε την κληρονομιαν του Κυριου;
4 Les Gabaonites répondirent: “Ce n’est pas une question d’argent ou d’or avec Saül et sa famille, et nous ne cherchons pas non plus de victimes en Israël.” David leur dit: “Je ferai pour vous ce que vous me direz.”4 Οι δε Γαβαωνιται ειπον προς αυτον, Ημεις ουτε περι αργυριου ουτε περι χρυσιου εχομεν να καμωμεν μετα του Σαουλ η μετα του οικου αυτου? ουδε ζητουμεν να θανατωσης δια ημας ανθρωπον εκ του Ισραηλ. Και ειπεν, Ο, τι ειπητε, θελω καμει εις εσας.
5 Ils répondirent au roi: “Un homme nous a massacrés, il voulait nous détruire et nous faire disparaître du territoire d’Israël.5 Και απεκριθησαν προς τον βασιλεα, Του ανθρωπου, οστις ηφανισεν ημας και οστις εμηχανευθη να εξολοθρευση ημας, ωστε να μη υπαρχωμεν εις ουδεν εκ των οριων του Ισραηλ,
6 Qu’on nous livre aujourd’hui sept de ses fils, nous les pendrons devant Yahvé à Gabaon, sur la montagne de Yahvé.” Le roi leur dit: “Je vous les livrerai.”6 ας παραδοθωσιν εις ημας επτα ανθρωποι εκ των υιων αυτου, και θελομεν κρεμασει αυτους προς τον Κυριον εν Γαβαα του Σαουλ, του εκλεκτου του Κυριου. Και ειπεν ο βασιλευς, Εγω θελω παραδωσει αυτους.
7 Cependant le roi épargna Méribaal, le fils de Jonathan, fils de Saül, à cause du serment qu’il avait prêté à Jonathan, fils de Saül, devant Yahvé.7 Τον Μεμφιβοσθε ομως, τον υιον του Ιωναθαν, υιου του Σαουλ, εφεισθη ο βασιλευς, δια τον ορκον του Κυριου τον μεταξυ αυτων, μεταξυ του Δαβιδ και Ιωναθαν υιου του Σαουλ.
8 Rispa, fille d’Ayya, avait donné deux fils à Saül: Armoni et Méribaal. Mérab, fille de Saül, avait donné à Adriel, fils de Barzillaï, de Méhola, cinq fils. David les fit prendre8 Ελαβε δε ο βασιλευς τους δυο υιους της Ρεσφα, θυγατρος του Αια, τους οποιους εγεννησεν εις τον Σαουλ, τον Αρμονει και Μεμφιβοσθε? και τους πεντε υιους της Μιχαλ, θυγατρος του Σαουλ, τους οποιους εγεννησεν εις τον Αδριηλ, υιον του Βαρζελλαι του Μεωλαθιτου?
9 et livrer aux Gabaonites, et ceux-ci les pendirent sur la montagne devant Yahvé; les sept moururent ensemble. Ils furent mis à mort au premier jour de la moisson, au début de la moisson des orges.9 και παρεδωκεν αυτους εις τας χειρας των Γαβαωνιτων, και εκρεμασαν αυτους εις τον λοφον ενωπιον του Κυριου? και επεσον ομου και οι επτα και εθανατωθησαν εν ταις ημεραις του θερισμου, εν ταις πρωταις, κατα την αρχην του θερισμου των κριθων.
10 Rispa fille d’Ayya prit un sac, elle l’étendit pour elle sur le rocher et, depuis le début de la moisson jusqu’au temps des premières pluies, elle empêcha les oiseaux du ciel de se poser sur eux durant le jour, et les bêtes sauvages durant la nuit.10 Η δε Ρεσφα, η θυγατηρ του Αια, ελαβε σακκον και εστρωσεν αυτον εις εαυτην επι τον βραχον, απο της αρχης του θερισμου εωσου εσταξεν επ' αυτων υδωρ εκ του ουρανου, και δεν αφινεν ουτε τα πετεινα του ουρανου να καθισωσιν επ' αυτων την ημεραν ουτε τα θηρια του αγρου την νυκτα.
11 On apprit à David ce que Rispa, fille d’Ayya et concubine de Saül, avait fait.11 Και ανηγγελθη προς τον Δαβιδ τι εκαμεν η Ρεσφα, η θυγατηρ του Αια, παλλακη του Σαουλ.
12 Alors David alla chercher les ossements de Saül et ceux de son fils Jonathan chez les gens de Yabech de Galaad. En effet, les Philistins avaient pendu leurs corps sur la place de Beth-Chéan après leur victoire sur Saül à Guelboé, mais les gens de Yabech de Galaad les avaient dérobés.12 Και υπηγεν ο Δαβιδ και ελαβε τα οστα του Σαουλ και τα οστα του Ιωναθαν του υιου αυτου, παρα των ανδρων της Ιαβεις-γαλααδ, οιτινες ειχον κλεψει αυτα εκ της πλατειας Βαιθ-σαν, οπου οι Φιλισταιοι εκρεμασαν αυτους, καθ' ην ημεραν οι Φιλισταιοι εθανατωσαν τον Σαουλ εν Γελβουε?
13 David ramena donc les ossements de Saül et ceux de Jonathan, puis on recueillit les ossements de ceux que l’on avait pendus,13 και ανεβιβασεν εκειθεν τα οστα του Σαουλ και τα οστα Ιωναθαν του υιου αυτου? και εσυναξαν τα οστα των κρεμασθεντων.
14 et on enterra les ossements de Saül dans le tombeau de son père Kich, à Séla, au pays de Benjamin. On y déposa également les ossements de son fils Jonathan et ceux des pendus. On fit tout ce que le roi avait ordonné, après quoi Dieu eut pitié du pays.14 Και εθαψαν τα οστα του Σαουλ και Ιωναθαν του υιου αυτου εν γη Βενιαμιν εν Σηλα, εν τω ταφω του Κεις, του πατρος αυτου? και εκαμον παντα οσα προσεταξεν ο βασιλευς. Και μετα ταυτα εξιλεωθη ο Θεος προς την γην.
15 La guerre reprit entre les Philistins et Israël, David descendit avec sa garde pour combattre les Philistins. Au moment où David était fatigué,15 Εγεινε δε παλιν πολεμος των Φιλισταιων μετα του Ισραηλ? και κατεβη ο Δαβιδ και οι δουλοι αυτου μετ' αυτου και επολεμησαν εναντιον των Φιλισταιων, και απεκαμεν ο Δαβιδ.
16 un descendant de Rafa appelé Ichbo-Bénob prétendit l’abattre. Il portait une lance de bronze pesant 300 sicles, et il avait une épée toute neuve.16 Ο δε Ισβι-βενωβ, ο εκ των τεκνων του Ραφα, του οποιου της λογχης το βαρος ητο τριακοσιοι σικλοι χαλκου, οστις ητο περιεζωσμενος ρομφαιαν νεαν, εσκοπευε να θανατωση τον Δαβιδ.
17 Mais Abisaï fils de Sérouya vint au secours de David, il frappa le Philistin et le tua. Alors les hommes de David insistèrent auprès de lui: “Tu ne viendras pas avec nous au combat, il ne faut pas que s’éteigne la lampe d’Israël.”17 Εβοηθησεν ομως αυτον Αβισαι, ο υιος της Σερουιας, και επαταξε τον Φιλισταιον και εθανατωσεν αυτον. Τοτε οι ανδρες του Δαβιδ ωμοσαν προς αυτον, λεγοντες, Δεν θελεις εξελθει πλεον μεθ' ημων εις πολεμον, δια να μη σβεσης τον λυχνον του Ισραηλ.
18 Après cela il y eut encore une bataille à Gob avec les Philistins; c’est là que Sibékaï de Houcha tua un descendant de Rafa nommé Saf.18 Μετα δε ταυτα εγεινε παλιν πολεμος μετα των Φιλισταιων εν Γωβ, εν τω οποιω Σιββεχαι ο Χουσαθιτης εθανατωσε τον Σαφ, οστις ητο εκ των τεκνων του Ραφα?
19 La guerre reprit de nouveau à Gob avec les Philistins, Elhanan fils de Yaïr, de Bethléem, tua Goliath de Gat; le bois de sa lance était comme une pièce de métier à tisser.19 Και παλιν εγεινε πολεμος εν Γωβ μετα των Φιλισταιων, και ο Ελχαναν ο υιος του Ιαρε-ορεγειμ, Βηθλεεμιτης, εθανατωσε τον αδελφον του Γολιαθ του Γετθαιου, και το ξυλον της λογχης αυτου ητο ως αντιον υφαντου.
20 Il y eut un autre combat à Gat; là se trouvait un homme de haute taille qui avait 6 doigts à chaque main, 6 doigts à chaque pied: au total 24 doigts. Lui aussi était un descendant de Rafa.20 Εγεινεν ετι πολεμος εν Γαθ, και ητο ανηρ υπερμεγεθης, και οι δακτυλοι των χειρων αυτου και οι δακτυλοι των ποδων αυτου ησαν εξ και εξ, εικοσιτεσσαρες τον αριθμον? και ουτος ετι ητο εκ της γενεας του Ραφα.
21 Comme il insultait Israël, Yonathan, fils de Chiméa, frère de David, le tua.21 Και ωνειδισε τον Ισραηλ? και Ιωναθαν ο υιος του Σαμαα, αδελφου του Δαβιδ, επαταξεν αυτον.
22 Tous les quatre étaient des hommes de Gat descendants de Rafa. Ils tombèrent sous la main de David et de ses gardes.22 Οι τεσσαρες ουτοι εγεννηθησαν εις τον Ραφα εν Γαθ, και επεσον δια χειρος του Δαβιδ και δια χειρος των δουλων αυτου.