1 Udite questa parola, la quale io lievo sopra voi, cioè lo pianto: la casa d' Israel cadde, e non si rileverà. | 1 Ακουσατε τον λογον τουτον, τον θρηνον τον οποιον εγω αναλαμβανω εναντιον σας, οικος Ισραηλ. |
2 La vergine d' Israel è gittata nella sua terra, e non è chi la risvegli. | 2 Επεσε? δεν θελει σηκωθη πλεον η παρθενος του Ισραηλ? ειναι ερριμμενη επι της γης αυτης? δεν υπαρχει ο ανιστων αυτην. |
3 Questo dice lo Signore Iddio: la città, d'onde ne uscivano mille, cento ve ne rimarrà; di quella donde n' uscivano cento, ve ne rimarranno X nella casa d' Israel. | 3 Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Η πολις, εξ ης εξηρχοντο χιλιοι, θελει μεινει με εκατον? και εξ ης εξηρχοντο εκατον, θελει μεινει με δεκα εν τω οικω Ισραηλ. |
4 Però [che] questo dice lo Signore Iddio [alla casa] d'Israel: addomandate me, e viverete. | 4 Διοτι ουτω λεγει Κυριος προς τον οικον του Ισραηλ? Εκζητησατε με και θελετε ζησει. |
5 E non vogliate addomandare Betel, e non vogliate entrare in Galgala, e non entrerete in Bersabee; però che Galgala sarà menata in prigionia, e Betel sarà (menata) inutile; (questi tre nomi, cioè Betel, Galgala e Bersabee, sono nomi di terre). | 5 Και μη εκζητειτε την Βαιθηλ και μη εισερχεσθε εις Γαλγαλα και μη διαβαινετε εις Βηρ-σαβεε? διοτι τα Γαλγαλα θελουσιν υπαγει εξαπαντος εις αιχμαλωσιαν και η Βαιθηλ θελει καταντησει εις το μηδεν. |
6 Addomandate lo Signore, e vivete; acciò che forse non si accenda lo fuoco nella casa di Iosef, e divorerà Betel, e non sarà chi lo spenga. | 6 Εκζητησατε τον Κυριον και θελετε ζησει, μηπως εφορμηση ως πυρ επι τον οικον Ιωσηφ και καταφαγη αυτον και δεν υπαρχη ο σβυνων την Βαιθηλ. |
7 I quali convertite in assenzio lo giudicio, e la giustizia (del Signore) lasciate in terra. | 7 Σεις, οι μεταστρεφοντες την κρισιν εις αψινθιον και απορριπτοντες κατα γης την δικαιοσυνην, |
8 Colui che fa lo mese da seminare e da ricogliere, e che fae la nebbia convertire nella mattina, e muta lo dì nella notte; e chiama l' acque del mare, e spargele sopra la faccia della terra; lo suo nome è Signore; | 8 εκζητησατε τον ποιουντα την Πλειαδα και τον Ωριωνα και μετατρεποντα την σκιαν του θανατου εις αυγην και σκοτιζοντα την ημεραν εις νυκτα, τον προσκαλουντα τα υδατα της θαλασσης και εκχεοντα αυτα επι το προσωπον της γης? Κυριος ειναι το ονομα αυτου? |
9 il quale sorride (e fa beffe) del guastamento ch' è sopra lo robusto, e dà spopolamento (e disertamento conduce) sopra lo potente. | 9 τον εγειροντα αφανισμον κατα του ισχυρου και επαγοντα αφανισμον εις τα οχυρωματα. |
10 Ed ebbono in odio colui che li riprendeva nella porta, e abbominarono colui che parlava perfettamente. | 10 Μισουσι τον ελεγχοντα εν τη πυλη και βδελυττονται τον λαλουντα εν ευθυτητι. |
11 E però che voi rubavate lo povero, e togliavate la preda eletta da lui, edificherete le case con quadrate pietre, e non abiterete; e pianteretevi le vigne dilettissime, e non berete lo loro vino. | 11 Οθεν, επειδη καταθλιβετε τον πτωχον και λαμβανετε απ' αυτου φορον σιτου, αν και ωκοδομησατε οικους λαξευτους, δεν θελετε ομως κατοικησει εν αυτοις? αν και εφυτευσατε αμπελωνας επιθυμητους, δεν θελετε ομως πιει τον οινον αυτων. |
12 Però ch' io ho conosciuto le molte vostre fellonie, e li vostri forti peccati; poi che siete nimici del giusto, e togliete lo dono, e battete lo povero nella porta. | 12 Διοτι γνωριζω τας πολλας ασεβειας σας και τας ισχυρας αμαρτιας σας οιτινες καταθλιβετε τον δικαιον, δωροδοκεισθε και καταδυναστευετε τους πτωχους εν τη πυλη. |
13 E però lo savio tacerà in quello tempo; però che lo tempo è reo. | 13 Δια τουτο ο συνετος θελει σιωπα εν τω καιρω εκεινω? διοτι ειναι καιρος κακος. |
14 Addomandate lo bene, e non lo male, accid che voi viviate; e lo Signore delli esèrciti sarà con voi, sì come voi diceste. | 14 Εκζητησατε το καλον και ουχι το κακον, δια να ζησητε? και ουτω Κυριος ο Θεος των δυναμεων θελει εισθαι μεθ' υμων, καθως ειπετε. |
15 Abbiate in odio lo male, e amate lo bene, e ordinate nella porta lo giudicio; se forse lo Signore delli esèrciti abbia misericordia dello rimanente di Iosef. | 15 Μισειτε το κακον και αγαπατε το καλον και αποκαταστησατε την κρισιν εν τη πυλη? ισως ο Κυριος ο Θεος των δυναμεων ελεηση το υπολοιπον του Ιωσηφ. |
16 E però questo dice lo Signore delli esèrciti, lo Iddio signoreggiatore: in tutte le piazze si piange (lo pianto); e tutti quelli che sono di fuori si dirà: guai, guai, (guai a noi); e chiameranno lo lavoratore della terra a piagnere, e chiameranno al pianto coloro che sanno piagnere. | 16 Δια τουτο Κυριος ο Θεος των δυναμεων, ο Κυριος, λεγει ουτως? Οδυρμος εν πασαις ταις πλατειαις? και εν πασαις ταις οδοις θελουσι λεγει, Ουαι, ουαι? και θελουσι κραζει τον γεωργον εις πενθος και τους επιτηδειους θρηνωδους εις οδυρμον. |
17 E lo pianto sarà in tutte le vigne; però ch' io passerò per lo mezzo, dice lo Signore. | 17 Και εν πασαις ταις αμπελοις οδυρμος? διοτι θελω περασει δια μεσου σου, λεγει Κυριος. |
18 Guai a coloro che desiderano lo dì del Signore; per che lo volete quello dì? a voi questo dì sarà di tenebre, e non di luce. | 18 Ουαι εις τους επιθυμουντας την ημεραν του Κυριου? προς τι θελει εισθαι αυτη δια σας; η ημερα του Κυριου ειναι σκοτος και ουχι φως. |
19 Come se l' uomo fugga dalla faccia del leone, e incontro li vegna l'orso; ed entri nella casa, e quando anderà su per la parete aggrappandosi con mano, lo serpente lo morda. | 19 Ειναι ως εαν εφευγεν ανθρωπος απ' εμπροσθεν λεοντος και αρκτος απηντα αυτον, η ως εαν εισηρχετο εις οικον και επιστηριξαντα την χειρα αυτου εις τον τοιχον, εδαγκανεν αυτον οφις. |
20 Or dunque non è come ombra lo dì del Signore, e non luce; e oscuritade, non splendore, in quello? | 20 Δεν θελει εισθαι σκοτος η ημερα του Κυριου και ουχι φως; μαλιστα ζοφος και φεγγος μη εχουσα; |
21 Io hoe avuto in odio, e hoe gittate via le vostre feste; e non piglieròe odore delle vostre compagnie. | 21 Εμισησα, απεστραφην τας εορτας σας, και δεν θελω οσφρανθη εν ταις πανηγυρεσιν υμων. |
22 E se voi offerrete a me l' offerte e li vostri doni, io non li riceverò, e non ragguarderò alli voti delle vostre cose grasse. | 22 Εαν μοι προσφερητε τα ολοκαυτωματα και τας θυσιας σας, δεν θελω δεχθη αυτας και δεν θελω επιβλεψει εις τας ειρηνικας θυσιας των σιτευτων σας. |
23 Leva da me lo tumulto de' vostri versi; e non esaudirò lo canto dello vostro volto. | 23 Αφαιρεσον απ' εμου τον ηχον των ωδων σου, και το ασμα των οργανων σου δεν θελω ακουσει. |
24 E lo giudicio si leverà come acqua, e la giustizia come uno forte fiumicello. | 24 Αλλ' η κρισις ας καταρρεη ως υδωρ και η δικαιοσυνη ως αενναος χειμαρρος. |
25 Or (non) mi offeriste voi l'ostie e lo sacrificio nel diserto XL anni, o (tu) casa d' Israel? | 25 Μηποτε θυσιας και προσφορας προσεφερετε εις εμε, οικος Ισραηλ, τεσσαρακοντα ετη εν τη ερημω; |
26 E portaste li tabernacoli a Moloc vostro, e la imagine de' vostri idoli, la stella del vostro iddio, li quali voi faceste a voi. | 26 Μαλιστα ανελαβετε την σκηνην του Μολοχ σας και τον Χιουν, τον αστερα του θεου σας, τα ειδωλα υμων, τα οποια εκαμετε εις αυτους. |
27 E farovvi passare Damasco, dice colui il quale si chiama per nome lo Signore Iddio delli esèrciti. | 27 Δια τουτο θελω σας μετοικισει επεκεινα της Δαμασκου, λεγει Κυριος? ο Θεος των δυναμεων ειναι το ονομα αυτου. |