1 Alef A qual modo egli è mutato l'auro, mutato è il colore suo, si sono disperse le pietre del santuario nel capo di tutte le piazze? | 1 Πως ημαυρωθη το χρυσιον, ηλλοιωθη το χρυσιον το καθαρωτατον, οι λιθοι του αγιαστηριου διεσπαρησαν εις τα ακρα πασων των οδων. |
2 Bet Come sono reputati li (generosi e) incliti figliuoli di Sion, vestiti del primo auro, in vasi di terra, opera della mano del figulo? | 2 Οι ενδοξοι υιοι της Σιων, οι εκτιμωμενοι ως το καθαρον χρυσιον, πως ελογισθησαν ως αγγεια πηλινα, εργον χειρος κεραμεως. |
3 Ghimel Ma le lamie sono scoperte, le mammelle hanno lattato li suoi cagnoli. (Lamie, come dicono le fabule, sono mostri che straziano li fanciulli, ovvero figliuoli, e poscia li restituiscono morti, e hanno la faccia di uomo e il corpo di bestia; e dicesi che sono più crudeli a' loro figliuoli, che tutte l'altre bestie). La figliuola del populo mio crudele è come struzzo nel deserto. | 3 Ετι και τα κητη προσφερουσι μαστους και θηλαζουσι τα τεκνα αυτων? η δε θυγατηρ του λαου μου εσκληρυνθη ως αι στρουθοκαμηλοι εν ερημω. |
4 Dalet Accostossi la lingua del lattante per la sete al suo palato; addomandorono li piccolini il pane, e non v'era cui a loro il rompesse. | 4 Η γλωσσα του θηλαζοντος εκολληθη εις τον ουρανισκον αυτου υπο της διψης? τα παιδια εζητησαν αρτον και δεν υπαρχει ο κοπτων εις αυτα. |
5 He Perirono nelle vie quelli che usavano con diletto li cibi; si sono abbracciati nelle immondizie quelli si nutricavano nelle cune. | 5 Οι τρωγοντες φαγητα τρυφερα κοιτονται εν ταις οδοις ηφανισμενοι? οι ανατεθραμμενοι εν πορφυρα ενηγκαλισθησαν την κοπριαν. |
6 Vau Fatta è maggiore la iniquità della figliuola del mio populo, del peccato di Sodoma, la quale è sommersa in un momento, e le mani non la pigliorono. | 6 Και η ποινη της ανομιας της θυγατρος του λαου μου εγεινε μεγαλητερα παρα την ποινην της αμαρτιας των Σοδομων, τα οποια κατεστραφησαν ως εν ριπη, και δεν ενηργησαν επ' αυτων χειρες. |
7 Zain Li suoi Nazarei (che sono li consacrati al Signore) furono più bianchi della neve, più splendidi del latte, più rubicondi del dente dell' elefante antiquo, più belli del saffiro. | 7 Οι Ναζηραιοι αυτης ησαν καθαρωτεροι χιονος, λευκοτεροι γαλακτος, ερυθροτεροι την οψιν υπερ τους πολυτιμους λιθους, στιλπνοι ως ο σαπφειρος? |
8 Het Loro faccia è denigrata sopra li carboni; non sono conosciuti nelle piazze; loro cutica hassi accostata all' ossa, s'è seccata e fatta a modo di legno. | 8 Η οψις αυτων κατημαυρωθη υπερ την ασβολην? δεν εγνωριζοντο εν ταις οδοις? το δερμα αυτων εκολληθη επι των οστεων αυτων? εξηρανθη, εγεινεν ως ξυλον. |
9 Tet Fue meglio alli uccisi di coltello, che alli ammazzati per fame; imperò che questi, consumati per la sterilità della terra, putrirono. | 9 Ευτυχεστεροι εσταθησαν οι θανατωθεντες υπο της ρομφαιας, παρα οι θανατωθεντες υπο της πεινης? διοτι ουτοι κατατηκονται, τετραυματισμενοι δι' ελλειψιν γεννηματων του αγρου. |
10 Iod Cossero le mani delle misericordiose femine li suoi figliuoli; si sono fatti a quelle cibo nella contrizione della figliuola del mio populo. | 10 Αι χειρες των ευσπλαγχνων γυναικων εψησαν τα τεκνα αυτων? εγειναν εις αυτας τροφη εν τω συντριμμω της θυγατρος του λαου μου. |
11 Caf Compiè il Signore il furore suo, sparse l' ira del suo isdegno; e abbruciò in Sion con il fuoco, e divorò le sua fundamenta. | 11 Ο Κυριος συνετελεσε τον θυμον αυτου, εξεχεε την φλογα της οργης αυτου, και εξηψε πυρ εν Σιων, το οποιον κατεφαγε τα θεμελια αυτης. |
12 Lamed Non credettero li re della terra, e li universi abitatori del mondo, imperò che entrava l'oste e l'inimico per le porte di Ierusalem, | 12 Δεν επιστευον οι βασιλεις της γης και παντες οι κατοικουντες την οικουμενην, οτι ηθελεν εισελθει εχθρος και πολεμιος εις τας πυλας της Ιερουσαλημ. |
13 Mem per li peccati delli suoi profeti, e per le iniquità de' suoi sacerdoti, i quali nel suo mezzo sparsero il sangue de' giusti. | 13 Τουτο εγεινε δια τας αμαρτιας των προφητων αυτης και τας ανομιας των ιερεων αυτης, οιτινες εχυνον το αιμα των δικαιων εν μεσω αυτης. |
14 Nun Errorono li ciechi nelle piazze, sonosi maculati con lo sangue; e quando non potevano, tenettero le sue stracciate vestimenta. | 14 Περιεπλανηθησαν ως τυφλοι εν ταις οδοις, εμολυνθησαν εν τω αιματι, ωστε οι ανθρωποι δεν ηδυναντο να εγγισωσι τα ενδυματα αυτων. |
15 Samec Gridorono a loro: partitevi tutti, o corrotti; partitevi, e andate, e non vogliate toccare; hanno fatto contenzione tutti, e commossi dissero: più non giungerà (fra la gente) chi abiti in essi. | 15 Αποστητε, ακαθαρτοι, εκραζον προς αυτους? αποστητε, αποστητε, μη εγγισητε? ενω εφευγον και περιεπλανωντο, ελεγετο μεταξυ των εθνων, Δεν θελουσι παροικει πλεον μεθ' ημων. |
16 Fe Halli divisi la faccia del Signore; egli non aggiungerà acciò li guardi; non si sono vergognate le faccie de' sacerdoti, e (quelle) de' vecchi non hanno avuto misericordia. | 16 Το προσωπον του Κυριου διεμερισεν αυτους, δεν θελει πλεον επιβλεπει επ' αυτους? προσωπον ιερεων δεν εσεβασθησαν, γεροντας δεν ηλεησαν. |
17 Ain Quando ancora ci mantenevamo, vennero a meno gli occhi nostri al nostro vano aiuto, quando riguardavamo attenti alla gente la quale non ci poteva salvare. | 17 Ενω ετι υπηρχομεν, οι οφθαλμοι ημων απεκαμον, προσμενοντες την ματαιαν βοηθειαν ημων? απεβλεψαμεν κεχηνοτες προς εθνος μη δυναμενον να σωζη. |
18 Sade Le nostre strade si sono fatte lasse nel cammino delle nostre piazze; èssi appressato il fine nostro; finiti sono li nostri giorni, imperò ch' egli è venuto il nostro fine. | 18 Παραμονευουσι τα ιχνη ημων, δια να μη περιπατωμεν εν ταις πλατειαις ημων? επλησιασε το τελος ημων, αι ημεραι ημων επληρωθησαν, διοτι ηλθε το τελος ημων. |
19 Cof Sono stati più veloci li nostri persecutori delle aquile del cielo; ci hanno perseguitati sopra li monti; ne hanno poste le insidie nel deserto. | 19 Οι καταδιωκοντες ημας εγειναν ελαφροτεροι των αετων του ουρανου? εκυνηγησαν ημας επι τα ορη, ενηδρευσαν ημας εν τη ερημω. |
20 Res Nelli nostri peccati egli è pigliato il Signore Cristo, spirito della nostra bocca, al quale noi dicessimo: viveremo nelle genti nell' ombra tua. | 20 Η πνοη των μυκτηρων ημων, ο χριστος του Κυριου, επιασθη εν ταις παγισιν αυτων, υπο την σκιαν του οποιου, ελεγομεν, θελομεν ζη μεταξυ των εθνων. |
21 Sin Godi, e rallègrati, figliuola di Edom, la quale abiti nella terra di Us; a te etiam perverrà il calice; ti inebrierai, e sarai nudata. | 21 Χαιρε και ευφραινου, θυγατηρ Εδωμ, η κατοικουσα εν γη Ουζ? ετι και προς σε θελει περασει το ποτηριον? θελεις μεθυσθη και θελεις γυμνωθη. |
22 Tau Finita è la tua iniquità, figliuola di Sion; più non aggiungerà, che ti transmigri; figliuola di Edom, egli visiterà la tua iniquità, discoprirà le tue peccata. | 22 Ετελειωσεν η ποινη της ανομιας σου, θυγατηρ Σιων? δεν θελει σε φερει πλεον εις αιχμαλωσιαν? θελει επισκεφθη την ανομιαν σου, θυγατηρ Εδωμ? θελει αποκαλυψει τα αμαρτηματα σου. |