Isaiæ 56
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566
Gen
Ex
Lv
Nm
Deut
Ios
Iudc
Ruth
1 Re
2 Re
3 Re
4 Re
1 Par
2 Par
Esd
Neh
Tob
Iudt
Esth
1 Mach
2 Mach
Iob
Ps
Prov
Eccle
Cant
Sap
Eccli
Isa
Ier
Lam
Bar
Ez
Dan
Os
Ioel
Am
Abd
Ion
Mi
Nah
Hab
Soph
Agg
Zach
Mal
Mt
Mc
Lc
Io
Act
Rom
1Cor
2Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Tit
Philem
Hebr
Iac
1 Pt
2 Pt
1 Io
2 Io
3 Io
Iud
Apoc
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NOVA VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Haec dicit Dominus: “ Custodite iudicium et facite iustitiam, quia iuxta est salus mea, ut veniat, et iustitia mea, ut reveletur ”. | 1 Ουτω λεγει Κυριος? Φυλαττετε κρισιν και καμνετε δικαιοσυνην? διοτι η σωτηρια μου πλησιαζει να ελθη και η δικαιοσυνη μου να αποκαλυφθη. |
2 Beatus vir, qui facit hoc, et filius hominis, qui apprehendit istud, custodiens sabbatum, ne polluat illud, custodiens manum suam, ne faciat omne malum. | 2 Μακαριος ο ανθρωπος οστις καμνει τουτο, και ο υιος του ανθρωπου οστις κρατει αυτο? οστις φυλαττει το σαββατον, ωστε να μη βεβηλωση αυτο, και κρατει την χειρα αυτου, ωστε να μη πραξη μηδεν κακον. |
3 Et non dicat filius advenae, qui adhaeret Domino, dicens: “ Separatione dividet me Dominus a populo suo ”. Et non dicat eunuchus: “ Ecce, ego lignum aridum ”. | 3 Ο δε υιος του αλλογενους, ο προστεθειμενος εις τον Κυριον, ας μη ειπη, λεγων, Ο Κυριος διολου θελει με χωρισει απο του λαου αυτου? μηδε ο ευνουχος ας λεγη?, Ιδου, εγω ειμαι δενδρον ξηρον. |
4 Quia haec dicit Dominus eunuchis: “ Qui custodierint sabbata mea et elegerint, quae ego volui, et tenuerint foedus meum, | 4 Διοτι ουτω λεγει Κυριος? εις τους ευνουχους, οσοι φυλαττουσι τα σαββατα μου και εκλεγουσι τα αρεσκοντα εις εμε και κρατουσι την διαθηκην μου, |
5 dabo eis in domo mea et in muris meis locum et nomen melius a filiis et filiabus: nomen sempiternum dabo eis, quod non peribit. | 5 εις αυτους μαλιστα θελω δωσει εν τω οικω μου και εντος των τειχων μου τοπον και ονομα καλητερον παρα των υιων και των θυγατερων? εις αυτους θελω δωσει ονομα αιωνιον, το οποιον δεν θελει εκλειψει. |
6 Et filios advenae, qui adhaerent Domino, ut colant eum, ut diligant nomen Domini, ut sint ei in servos, omnes custodientes sabbatum, ne polluant illud, et tenentes foedus meum, | 6 Περι δε των υιων του αλλογενους, οιτινες ηθελον προστεθη εις τον Κυριον, δια να δουλευωσιν εις αυτον και να αγαπωσι το ονομα του Κυριου, δια να ηναι δουλοι αυτου? οσοι φυλαττουσι το σαββατον, ωστε να μη βεβηλωσωσιν αυτο και κρατουσι την διαθηκην μου? |
7 adducam eos in montem sanctum meum et laetificabo eos in domo orationis meae: holocausta eorum et victimae eorum placebunt mihi super altari meo, quia domus mea domus orationis vocabitur cunctis populis ”. | 7 και τουτους θελω φερει εις το αγιον μου ορος και θελω ευφρανει αυτους εν τω οικω της προσευχης μου? τα ολοκαυτωματα αυτων και αι θυσιαι αυτων θελουσιν εισθαι δεκται επι το θυσιαστηριον μου? διοτι ο οικος μου θελει ονομαζεσθαι, Οικος προσευχης δια παντας τους λαους. |
8 Ait Dominus Deus, qui congregat dispersos Israel: “ Adhuc congregabo ad eum praeter congregatos eius ”. | 8 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος ο συναγων τους διεσκορπισμενους του Ισραηλ? Θελω συναξει ετι και αλλους εις αυτον, εκτος των συνηγμενων αυτου. |
9 Omnes bestiae agri, venite ad devorandum, universae bestiae saltus. | 9 Ελθετε, φαγετε, παντα τα ζωα του αγρου, παντα τα θηρια του δασους. |
10 Speculatores eius caeci, omnes nescierunt; universi sunt canes muti non valentes latrare, insanientes, cubantes, amantes soporem; | 10 Οι δε φυλακες αυτου ειναι τυφλοι? παντες χωρις νοησεως? παντες κυνες αλαλοι, μη δυναμενοι να υλακτησωσι? κοιμωμενοι, κοιτομενοι, αγαπωντες νυσταγμον? |
11 et canes voraces nescierunt saturitatem, ipsi pastores ignoraverunt intellegentiam: omnes in viam suam declinaverunt, unusquisque ad avaritiam suam, a summo usque ad novissimum. | 11 ναι, κυνες αδηφαγοι, οιτινες δεν γνωριζουσι χορτασμον και ποιμενες, οιτινες δεν γνωριζουσι συνεσιν? παντες ειναι εστραμμενοι προς την οδον αυτων, εκαστος εις το μερος αυτου, δια το κερδος αυτων. |
12 “ Venite, sumam vinum, et impleamur ebrietate; et cras erit sicut hodie et multo amplius ”. | 12 Ελθετε, λεγουσι, θελω φερει οινον και θελομεν μεθυσθη με σικερα? και αυριον θελει εισθαι ως η ημερα αυτη, πολυ πλεον αφθονος. |