1 και εσται ως αν διαβητε τον ιορδανην εις την γην ην κυριος ο θεος υμων διδωσιν υμιν εαν ακοη εισακουσητε της φωνης κυριου του θεου υμων φυλασσειν και ποιειν πασας τας εντολας αυτου ας εγω εντελλομαι σοι σημερον και δωσει σε κυριος ο θεος σου υπερανω παντων των εθνων της γης | 1 Jeśli więc pilnie będziesz słuchał głosu Pana, Boga swego, wiernie wypełniając wszystkie Jego polecenia, które ja ci dziś daję, wywyższy cię Pan, Bóg twój, ponad wszystkie narody ziemi. |
2 και ηξουσιν επι σε πασαι αι ευλογιαι αυται και ευρησουσιν σε εαν ακοη ακουσης της φωνης κυριου του θεου σου | 2 Spłyną na ciebie i spoczną wszystkie te błogosławieństwa, jeśli będziesz słuchał głosu Pana, Boga swego. |
3 ευλογημενος συ εν πολει και ευλογημενος συ εν αγρω | 3 Będziesz błogosławiony w mieście, błogosławiony na polu. |
4 ευλογημενα τα εκγονα της κοιλιας σου και τα γενηματα της γης σου τα βουκολια των βοων σου και τα ποιμνια των προβατων σου | 4 Błogosławiony będzie owoc twego łona, plon twej roli, przychówek twych zwierząt, przyrost twego większego bydła i pomiot bydła mniejszego. |
5 ευλογημεναι αι αποθηκαι σου και τα εγκαταλειμματα σου | 5 Błogosławiony będzie twój kosz i dzieża. |
6 ευλογημενος συ εν τω εισπορευεσθαι σε και ευλογημενος συ εν τω εκπορευεσθαι σε | 6 Błogosławione będzie twoje wejście i wyjście. |
7 παραδω κυριος ο θεος σου τους εχθρους σου τους ανθεστηκοτας σοι συντετριμμενους προ προσωπου σου οδω μια εξελευσονται προς σε και εν επτα οδοις φευξονται απο προσωπου σου | 7 Pan sprawi, że twoi wrogowie, którzy powstaną przeciw tobie, zostaną pobici przez ciebie. Jedną szli drogą przeciw tobie, a siedmioma drogami uciekać będą przed tobą. |
8 αποστειλαι κυριος επι σε την ευλογιαν εν τοις ταμιειοις σου και εν πασιν ου αν επιβαλης την χειρα σου επι της γης ης κυριος ο θεος σου διδωσιν σοι | 8 Pan rozkaże, by z tobą było błogosławieństwo w spichrzach, we wszystkim, do czego rękę wyciągniesz. On będzie ci błogosławił w kraju, który ci daje Pan, Bóg twój. |
9 αναστησαι σε κυριος ο θεος σου εαυτω λαον αγιον ον τροπον ωμοσεν τοις πατρασιν σου εαν εισακουσης της φωνης κυριου του θεου σου και πορευθης εν ταις οδοις αυτου | 9 Pan uczyni cię swoim świętym ludem, jak ci poprzysiągł, jeśli będziesz zachowywał polecenia Pana, Boga swego, i chodził Jego drogami. |
10 και οψονται σε παντα τα εθνη της γης οτι το ονομα κυριου επικεκληται σοι και φοβηθησονται σε | 10 Wtedy zobaczą wszystkie narody ziemi, że imię Pana zostało wezwane nad wami, i będą się ciebie lękały. |
11 και πληθυνει σε κυριος ο θεος σου εις αγαθα επι τοις εκγονοις της κοιλιας σου και επι τοις γενημασιν της γης σου και επι τοις εκγονοις των κτηνων σου επι της γης ης ωμοσεν κυριος τοις πατρασιν σου δουναι σοι | 11 Napełni cię Pan w obfitości dobrami z owocu twego łona, przychówkiem twego bydła, plonami pola, w kraju, o którym poprzysiągł przodkom twoim, że da go tobie. |
12 ανοιξαι σοι κυριος τον θησαυρον αυτου τον αγαθον τον ουρανον δουναι τον υετον τη γη σου επι καιρου αυτου ευλογησαι παντα τα εργα των χειρων σου και δανιεις εθνεσιν πολλοις συ δε ου δανιη και αρξεις συ εθνων πολλων σου δε ουκ αρξουσιν | 12 Pan otworzy dla ciebie bogate swoje skarby nieba, dając w swoim czasie deszcz, który spadnie na twoją ziemię, i błogosławiąc każdej pracy twoich rąk. Ty będziesz pożyczał wielu narodom, a sam u nikogo nie zaciągnisz pożyczki. |
13 καταστησαι σε κυριος ο θεος σου εις κεφαλην και μη εις ουραν και εση τοτε επανω και ουκ εση υποκατω εαν ακουσης των εντολων κυριου του θεου σου οσα εγω εντελλομαι σοι σημερον φυλασσειν και ποιειν | 13 Pan umieści cię zawsze na czele, a nie na końcu; zawsze będziesz górą, a nigdy ostatni, bylebyś tylko słuchał poleceń Pana, Boga swego, które ja ci dziś nakazuję pilnie wypełniać. |
14 ου παραβηση απο παντων των λογων ων εγω εντελλομαι σοι σημερον δεξια ουδε αριστερα πορευεσθαι οπισω θεων ετερων λατρευειν αυτοις | 14 Nie zbaczaj od słów, które ja ci dzisiaj obwieszczam, ani na prawo, ani na lewo, po to, by iść za bogami obcymi i służyć im. |
15 και εσται εαν μη εισακουσης της φωνης κυριου του θεου σου φυλασσειν και ποιειν πασας τας εντολας αυτου οσας εγω εντελλομαι σοι σημερον και ελευσονται επι σε πασαι αι καταραι αυται και καταλημψονται σε | 15 Jeśli nie usłuchasz głosu Pana, Boga swego, i nie wykonasz pilnie wszystkich poleceń i praw, które ja dzisiaj tobie daję, spadną na ciebie wszystkie te przekleństwa i dotkną cię. |
16 επικαταρατος συ εν πολει και επικαταρατος συ εν αγρω | 16 Przeklęty będziesz w mieście i przeklęty na polu. |
17 επικαταρατοι αι αποθηκαι σου και τα εγκαταλειμματα σου | 17 Przeklęty twój kosz i twoja dzieża. |
18 επικαταρατα τα εκγονα της κοιλιας σου και τα γενηματα της γης σου τα βουκολια των βοων σου και τα ποιμνια των προβατων σου | 18 Przeklęty owoc twego łona, plon twej roli, przyrost twego większego bydła i pomiot bydła mniejszego. |
19 επικαταρατος συ εν τω εκπορευεσθαι σε και επικαταρατος συ εν τω εισπορευεσθαι σε | 19 Przeklęte będzie twoje wejście i wyjście. |
20 εξαποστειλαι κυριος σοι την ενδειαν και την εκλιμιαν και την αναλωσιν επι παντα ου αν επιβαλης την χειρα σου οσα εαν ποιησης εως αν εξολεθρευση σε και εως αν απολεση σε εν ταχει δια τα πονηρα επιτηδευματα σου διοτι εγκατελιπες με | 20 Pan ześle na ciebie przekleństwo, zamieszanie i przeszkodę we wszystkim, do czego wyciągniesz rękę, co będziesz czynił. Zostaniesz zmiażdżony i zginiesz nagle wskutek przewrotnych swych czynów, ponieważ Mnie opuściłeś. |
21 προσκολλησαι κυριος εις σε τον θανατον εως αν εξαναλωση σε απο της γης εις ην συ εισπορευη εκει κληρονομησαι αυτην | 21 Pan sprawi, że przylgnie do ciebie zaraza, aż cię wygładzi na tej ziemi, którą idziesz posiąść. |
22 παταξαι σε κυριος απορια και πυρετω και ριγει και ερεθισμω και φονω και ανεμοφθορια και τη ωχρα και καταδιωξονται σε εως αν απολεσωσιν σε | 22 Pan dotknie cię wycieńczeniem, febrą, zapaleniem, oparzeniem, śmiercią od miecza, zwarzeniem zbóż od gorąca i śniecią: będą cię one prześladować, aż zginiesz. |
23 και εσται σοι ο ουρανος ο υπερ κεφαλης σου χαλκους και η γη η υποκατω σου σιδηρα | 23 Niebiosa, które masz nad głową, będą z brązu, a ziemia pod tobą - żelazna. |
24 δωη κυριος τον υετον τη γη σου κονιορτον και χους εκ του ουρανου καταβησεται επι σε εως αν εκτριψη σε και εως αν απολεση σε | 24 Pan ześle na twą ziemię zamiast deszczu - pył i piasek; będzie na ciebie padał z nieba, aż cię wyniszczy. |
25 δωη σε κυριος επικοπην εναντιον των εχθρων σου εν οδω μια εξελευση προς αυτους και εν επτα οδοις φευξη απο προσωπου αυτων και εση εν διασπορα εν πασαις ταις βασιλειαις της γης | 25 Pan sprawi, że poniesiesz klęskę od swych wrogów. Jedną drogą przeciw nim pójdziesz, a siedmioma będziesz przed nimi uciekał i wzbudzisz grozę we wszystkich królestwach ziemi. |
26 και εσονται οι νεκροι υμων καταβρωμα τοις πετεινοις του ουρανου και τοις θηριοις της γης και ουκ εσται ο αποσοβων | 26 Twój trup będzie strawą wszystkich ptaków powietrznych i zwierząt lądowych, a nikt ich nie będzie odpędzał. |
27 παταξαι σε κυριος εν ελκει αιγυπτιω εν ταις εδραις και ψωρα αγρια και κνηφη ωστε μη δυνασθαι σε ιαθηναι | 27 Pan dotknie cię wrzodem egipskim, hemoroidami, świerzbem i parchami, których nie zdołasz wyleczyć. |
28 παταξαι σε κυριος παραπληξια και αορασια και εκστασει διανοιας | 28 Pan dotknie cię obłędem, ślepotą i niepokojem serca. |
29 και εση ψηλαφων μεσημβριας ωσει ψηλαφησαι ο τυφλος εν τω σκοτει και ουκ ευοδωσει τας οδους σου και εση τοτε αδικουμενος και διαρπαζομενος πασας τας ημερας και ουκ εσται σοι ο βοηθων | 29 W południe będziesz szedł po omacku, jak niewidomy idzie po omacku w ciemności, w zabiegach swoich nie będziesz miał powodzenia. Stale będziesz napastowany, ograbiany, a nikt cię nie będzie ratował. |
30 γυναικα λημψη και ανηρ ετερος εξει αυτην οικιαν οικοδομησεις και ουκ οικησεις εν αυτη αμπελωνα φυτευσεις και ου τρυγησεις αυτον | 30 Zaręczysz się z kobietą, a kto inny ją posiądzie; zbudujesz dom, a nie będziesz w nim mieszkał; zasadzisz winnicę, a nie zbierzesz jej owoców. |
31 ο μοσχος σου εσφαγμενος εναντιον σου και ου φαγη εξ αυτου ο ονος σου ηρπασμενος απο σου και ουκ αποδοθησεται σοι τα προβατα σου δεδομενα τοις εχθροις σου και ουκ εσται σοι ο βοηθων | 31 Twój wół na oczach twych zostanie zabity, a nie będziesz go jadł. Twój osioł zostanie ci zrabowany i nie wróci do ciebie; twoje owce zostaną wydane twym wrogom, a nie będzie komu cię wspomóc. |
32 οι υιοι σου και αι θυγατερες σου δεδομεναι εθνει ετερω και οι οφθαλμοι σου βλεψονται σφακελιζοντες εις αυτα και ουκ ισχυσει η χειρ σου | 32 Synowie twoi i córki zostaną dane obcemu narodowi. Z tęsknoty, patrząc za nimi codziennie, wyniszczysz twe oczy, a ręka twoja będzie bezsilna. |
33 τα εκφορια της γης σου και παντας τους πονους σου φαγεται εθνος ο ουκ επιστασαι και εση αδικουμενος και τεθραυσμενος πασας τας ημερας | 33 Plon twego pola i całego trudu spożyje lud, którego nie znasz. Zawsze będziesz gnębiony i uciskany. |
34 και εση παραπληκτος δια τα οραματα των οφθαλμων σου α βλεψη | 34 Dostaniesz obłędu na widok, jaki się przedstawi twym oczom. |
35 παταξαι σε κυριος εν ελκει πονηρω επι τα γονατα και επι τας κνημας ωστε μη δυνασθαι σε ιαθηναι απο ιχνους των ποδων σου εως της κορυφης σου | 35 Pan cię dotknie złośliwymi wrzodami na kolanach i nogach, nie zdołasz ich uleczyć; rozciągną się od stopy aż do wierzchu głowy. |
36 απαγαγοι κυριος σε και τους αρχοντας σου ους εαν καταστησης επι σεαυτον εις εθνος ο ουκ επιστασαι συ και οι πατερες σου και λατρευσεις εκει θεοις ετεροις ξυλοις και λιθοις | 36 Ciebie i twego króla, którego sobie wybierzesz, zaprowadzi Pan do narodu nie znanego ani tobie, ani twoim przodkom. Tam będziesz służył obcym bogom drewnianym i kamiennym. |
37 και εση εκει εν αινιγματι και παραβολη και διηγηματι εν πασιν τοις εθνεσιν εις ους αν απαγαγη σε κυριος εκει | 37 Wywołasz grozę, wejdziesz do przysłowia i w pośmiewisko u wszystkich narodów, do których zaprowadzi cię Pan. |
38 σπερμα πολυ εξοισεις εις το πεδιον και ολιγα εισοισεις οτι κατεδεται αυτα η ακρις | 38 Wyniesiesz na swoje pola wiele ziarna, a zbierzesz mało, gdyż je pożre szarańcza. |
39 αμπελωνα φυτευσεις και κατεργα και οινον ου πιεσαι ουδε ευφρανθηση εξ αυτου οτι καταφαγεται αυτα ο σκωληξ | 39 Zasadzisz i uprawisz winnicę, a nie będziesz pił wina i niczego nie zbierzesz, bo wszystko pożre robactwo. |
40 ελαιαι εσονται σοι εν πασι τοις οριοις σου και ελαιον ου χριση οτι εκρυησεται η ελαια σου | 40 Będziesz posiadał we wszystkich swoich granicach drzewa oliwne, a nie namaścisz się oliwą, gdyż oliwki opadną. |
41 υιους και θυγατερας γεννησεις και ουκ εσονται σοι απελευσονται γαρ εν αιχμαλωσια | 41 Wydasz na świat synów i córki, a nie zostaną u ciebie, bo pójdą w niewolę. |
42 παντα τα ξυλινα σου και τα γενηματα της γης σου εξαναλωσει η ερυσιβη | 42 Wszystkie drzewa i ziemiopłody pożrą owady. |
43 ο προσηλυτος ος εστιν εν σοι αναβησεται επι σε ανω ανω συ δε καταβηση κατω κατω | 43 Obcy, mieszkający u ciebie, będzie się wynosił coraz wyżej, a ty będziesz zstępował coraz niżej. |
44 ουτος δανιει σοι συ δε τουτω ου δανιεις ουτος εσται κεφαλη συ δε εση ουρα | 44 On ci będzie pożyczał, a ty jemu nie pożyczysz. On będzie na czele, a ty zostaniesz w tyle. |
45 και ελευσονται επι σε πασαι αι καταραι αυται και καταδιωξονται σε και καταλημψονται σε εως αν εξολεθρευση σε και εως αν απολεση σε οτι ουκ εισηκουσας της φωνης κυριου του θεου σου φυλαξαι τας εντολας αυτου και τα δικαιωματα αυτου οσα ενετειλατο σοι | 45 Spadną na ciebie wszystkie te przekleństwa, będą cię ścigały i dosięgną cię, aż cię zniszczą, bo nie słuchałeś głosu Pana, Boga swego, by strzec nakazów i praw, które na ciebie nałożył. |
46 και εσται εν σοι σημεια και τερατα και εν τω σπερματι σου εως του αιωνος | 46 Staną się one znakiem i zapowiedzią dla ciebie i twego potomstwa na wieki. |
47 ανθ' ων ουκ ελατρευσας κυριω τω θεω σου εν ευφροσυνη και αγαθη καρδια δια το πληθος παντων | 47 Zamiast służyć Panu, Bogu twemu, w radości i dobrym sercem, mając obfitość wszystkiego - |
48 και λατρευσεις τοις εχθροις σου ους επαποστελει κυριος επι σε εν λιμω και εν διψει και εν γυμνοτητι και εν εκλειψει παντων και επιθησει κλοιον σιδηρουν επι τον τραχηλον σου εως αν εξολεθρευση σε | 48 w głodzie, w pragnieniu, w nagości i w największej nędzy będziesz służył swoim wrogom, których Pan naśle na ciebie. On położy na twój kark żelazne jarzmo, aż do zupełnej twej zagłady. |
49 επαξει κυριος επι σε εθνος μακροθεν απ' εσχατου της γης ωσει ορμημα αετου εθνος ο ουκ ακουση της φωνης αυτου | 49 Wzbudzi Pan przeciw tobie lud z daleka, z krańców ziemi, podobny do szybko lecącego orła, naród, którego języka nie rozumiesz, |
50 εθνος αναιδες προσωπω οστις ου θαυμασει προσωπον πρεσβυτου και νεον ουκ ελεησει | 50 naród o wzroku dzikim. Nie uszanuje on starca ani młodzieńca nie będzie miał litości. |
51 και κατεδεται τα εκγονα των κτηνων σου και τα γενηματα της γης σου ωστε μη καταλιπειν σοι σιτον οινον ελαιον τα βουκολια των βοων σου και τα ποιμνια των προβατων σου εως αν απολεση σε | 51 On zje przychówek twego bydła, zbiory z twego pola, aż cię wytępi. Nie zostawi ci nic: ani zboża, ani moszczu, ani oliwy, ani przychówka twego bydła większego, ani pomiotu - mniejszego, aż cię zniszczy. |
52 και εκτριψη σε εν πασαις ταις πολεσιν σου εως αν καθαιρεθωσιν τα τειχη σου τα υψηλα και τα οχυρα εφ' οις συ πεποιθας επ' αυτοις εν παση τη γη σου και θλιψει σε εν πασαις ταις πολεσιν σου αις εδωκεν σοι κυριος ο θεος σου | 52 Będzie cię oblegał we wszystkich twoich grodach, aż padną w całym kraju twe mury najwyższe i najmocniejsze, na których polegałeś. Będzie cię oblegał we wszystkich grodach w całym kraju, który ci dał Pan, Bóg twój. |
53 και φαγη τα εκγονα της κοιλιας σου κρεα υιων σου και θυγατερων σου οσα εδωκεν σοι κυριος ο θεος σου εν τη στενοχωρια σου και εν τη θλιψει σου η θλιψει σε ο εχθρος σου | 53 Będziesz zjadał owoc swego łona: ciała synów i córek, danych ci przez Pana, Boga twego - wskutek oblężenia i nędzy, jakimi twój wróg cię uciśnie. |
54 ο απαλος εν σοι και ο τρυφερος σφοδρα βασκανει τω οφθαλμω τον αδελφον και την γυναικα την εν τω κολπω αυτου και τα καταλελειμμενα τεκνα α αν καταλειφθη | 54 Człowiek u ciebie najbardziej delikatny i rozpieszczony złym okiem będzie spoglądał na swego brata, na żonę łona swojego i na resztę swych dzieci, które pozostały, |
55 ωστε δουναι ενι αυτων απο των σαρκων των τεκνων αυτου ων αν κατεσθη δια το μη καταλειφθηναι αυτω μηθεν εν τη στενοχωρια σου και εν τη θλιψει σου η αν θλιψωσιν σε οι εχθροι σου εν πασαις ταις πολεσιν σου | 55 nie chcąc nikomu dać ciała swych synów, które będzie jadł, bo nie będzie już miał nic wskutek oblężenia i nędzy, jakimi cię uciśnie twój wróg we wszystkich twych miastach. |
56 και η απαλη εν υμιν και η τρυφερα σφοδρα ης ουχι πειραν ελαβεν ο πους αυτης βαινειν επι της γης δια την τρυφεροτητα και δια την απαλοτητα βασκανει τω οφθαλμω αυτης τον ανδρα αυτης τον εν τω κολπω αυτης και τον υιον και την θυγατερα αυτης | 56 Kobieta u ciebie najbardziej delikatna i tak rozpieszczona, że nie chciała nawet postawić stopy na ziemi wskutek delikatności i rozpieszczenia, złym okiem spojrzy na męża swego łona, na syna i córkę, |
57 και το χοριον αυτης το εξελθον δια των μηρων αυτης και το τεκνον ο αν τεκη καταφαγεται γαρ αυτα δια την ενδειαν παντων κρυφη εν τη στενοχωρια σου και εν τη θλιψει σου η θλιψει σε ο εχθρος σου εν πασαις ταις πολεσιν σου | 57 ze względu na łożysko, które wyszło z jej łona, lub na dzieci urodzone przez siebie, gdyż jeść je będzie w ukryciu wobec braku wszystkiego w czasie oblężenia, w nędzy, jakimi cię uciśnie wróg we wszystkich twych miastach. |
58 εαν μη εισακουσητε ποιειν παντα τα ρηματα του νομου τουτου τα γεγραμμενα εν τω βιβλιω τουτω φοβεισθαι το ονομα το εντιμον και το θαυμαστον τουτο κυριον τον θεον σου | 58 Jeśli nie będziesz wypełniał wszystkich słów tego Prawa - zapisanych w tej księdze - bojąc się chwalebnego i straszliwego tego Imienia: Pana, Boga swego, |
59 και παραδοξασει κυριος τας πληγας σου και τας πληγας του σπερματος σου πληγας μεγαλας και θαυμαστας και νοσους πονηρας και πιστας | 59 Pan nadzwyczajnymi plagami dotknie ciebie i twoje potomstwo, plagami ogromnymi i nieustępliwymi: ciężkimi i długotrwałymi chorobami. |
60 και επιστρεψει επι σε πασαν την οδυνην αιγυπτου την πονηραν ην διευλαβου απο προσωπου αυτων και κολληθησονται εν σοι | 60 Sprawi, że przylgną do ciebie wszystkie zarazy Egiptu: drżałeś przed nimi, a one spadną na ciebie. |
61 και πασαν μαλακιαν και πασαν πληγην την μη γεγραμμενην εν τω βιβλιω του νομου τουτου επαξει κυριος επι σε εως αν εξολεθρευση σε | 61 Także wszystkie choroby i plagi, nie zapisane w księdze tego Prawa, ześle Pan na ciebie, aż cię wytępi. |
62 και καταλειφθησεσθε εν αριθμω βραχει ανθ' ων οτι ητε ωσει τα αστρα του ουρανου τω πληθει οτι ουκ εισηκουσατε της φωνης κυριου του θεου υμων | 62 Mała tylko ilość ludzi pozostanie z was, którzyście liczni jak gwiazdy na niebie za to, że nie słuchaliście głosu Pana, Boga swego. |
63 και εσται ον τροπον ευφρανθη κυριος εφ' υμιν ευ ποιησαι υμας και πληθυναι υμας ουτως ευφρανθησεται κυριος εφ' υμιν εξολεθρευσαι υμας και εξαρθησεσθε απο της γης εις ην υμεις εισπορευεσθε εκει κληρονομησαι αυτην | 63 Jak podobało się Panu dobrze czynić wam, rozmnażając was, tak będzie się Panu podobało zniszczyć i wytępić was, i usunąć z powierzchni ziemi, którą idziecie posiąść. |
64 και διασπερει σε κυριος ο θεος σου εις παντα τα εθνη απ' ακρου της γης εως ακρου της γης και δουλευσεις εκει θεοις ετεροις ξυλοις και λιθοις ους ουκ ηπιστω συ και οι πατερες σου | 64 Pan cię rozproszy pomiędzy wszystkie narody, od krańca do krańca ziemi, tam będziesz służył obcym bogom drewnianym i kamiennym, których nie znałeś ani ty, ani twoi przodkowie. |
65 αλλα και εν τοις εθνεσιν εκεινοις ουκ αναπαυσει σε ουδ' ου μη γενηται στασις τω ιχνει του ποδος σου και δωσει σοι κυριος εκει καρδιαν αθυμουσαν και εκλειποντας οφθαλμους και τηκομενην ψυχην | 65 Nie zaznasz pokoju u tych narodów ani stopa twej nogi tam nie odpocznie. Da ci tam Pan serce drżące ze strachu, oczy wypłakane z tęsknoty i duszę utrapioną. |
66 και εσται η ζωη σου κρεμαμενη απεναντι των οφθαλμων σου και φοβηθηση ημερας και νυκτος και ου πιστευσεις τη ζωη σου | 66 Życie twe będzie u ciebie jakby w zawieszeniu: będziesz drżał dniem i nocą ze strachu, nie będziesz pewny życia. |
67 το πρωι ερεις πως αν γενοιτο εσπερα και το εσπερας ερεις πως αν γενοιτο πρωι απο του φοβου της καρδιας σου α φοβηθηση και απο των οραματων των οφθαλμων σου ων οψη | 67 Rano powiesz: Któż sprawi, by nadszedł wieczór, a wieczorem: Któż sprawi, by nadszedł poranek - a to ze strachu, który twe serce będzie odczuwać na widok, jaki stanie przed twymi oczami. |
68 και αποστρεψει σε κυριος εις αιγυπτον εν πλοιοις και εν τη οδω η ειπα ου προσθησεσθε ετι ιδειν αυτην και πραθησεσθε εκει τοις εχθροις υμων εις παιδας και παιδισκας και ουκ εσται ο κτωμενος | 68 Pan cię odprowadzi okrętami i drogą do Egiptu, o którym ci powiedziałem: Nie będziesz go już oglądać. A kiedy zostaniesz sprzedany twoim wrogom jako niewolnik i niewolnica, nikt cię nie wykupi. |
69 ουτοι οι λογοι της διαθηκης ους ενετειλατο κυριος μωυση στησαι τοις υιοις ισραηλ εν γη μωαβ πλην της διαθηκης ης διεθετο αυτοις εν χωρηβ | 69 To są słowa przymierza, które nakazał Pan zawrzeć Mojżeszowi z Izraelitami w kraju Moabu, oprócz przymierza, jakie zawarł z nimi na Horebie. |