1 και ως ηκουσαν οι εν τοις σκηνωμασιν οντες εξεστησαν επι το γεγονος | 1 A gdy to usłyszeli ci, którzy byli jeszcze w namiotach, zdumieli się wobec tego zdarzenia. |
2 και επεπεσεν επ' αυτους τρομος και φοβος και ουκ ην ανθρωπος μενων κατα προσωπον του πλησιον ετι αλλ' εκχυθεντες ομοθυμαδον εφευγον επι πασαν οδον του πεδιου και της ορεινης | 2 Ogarnął ich lęk i drżenie, i nie było człowieka stojącego obok swego sąsiada, ale uciekali wszyscy po wszystkich drogach na dolinie i na górze. |
3 και οι παρεμβεβληκοτες εν τη ορεινη κυκλω βαιτυλουα και ετραπησαν εις φυγην και τοτε οι υιοι ισραηλ πας ανηρ πολεμιστης εξ αυτων εξεχυθησαν επ' αυτους | 3 Także i ci, którzy obozowali na wzgórzach wokoło Betulii, rzucili się do ucieczki. Wtedy to dopiero synowie Izraela, każdy mąż zdolny do walki, rzucili się na nich. |
4 και απεστειλεν οζιας εις βαιτομασθαιμ και βηβαι και χωβαι και κωλα και εις παν οριον ισραηλ τους απαγγελλοντας υπερ των συντετελεσμενων και ινα παντες επεκχυθωσιν τοις πολεμιοις εις την αναιρεσιν αυτων | 4 A Ozjasz wysłał posłów do Baitomestaim, do Bebai, Chobai i Kola, i na całą ziemię Izraela, aby zawiadomili o tym, co się stało, i aby wszyscy ruszyli na nieprzyjaciół, i rozgromili ich. |
5 ως δε ηκουσαν οι υιοι ισραηλ παντες ομοθυμαδον επεπεσον επ' αυτους και εκοπτον αυτους εως χωβα ωσαυτως δε και οι εξ ιερουσαλημ παρεγενηθησαν και εκ πασης της ορεινης ανηγγειλαν γαρ αυτοις τα γεγονοτα τη παρεμβολη των εχθρων αυτων και οι εν γαλααδ και οι εν τη γαλιλαια υπερεκερασαν αυτους πληγη μεγαλη εως ου παρηλθον δαμασκον και τα ορια αυτης | 5 Skoro tylko Izraelici to usłyszeli, wszyscy jednomyślnie uderzyli na nich i ścigali ich aż po Chobę. Przybyli także mieszkańcy Jerozolimy i wszyscy z krainy górskiej, ponieważ ich też powiadomiono o tym, co się stało w obozie ich wrogów. Także Gileadczycy i Galilejczycy uderzyli na nich z wielką siłą z boku i ścigali ich, aż przybyli do Damaszku i w jego okolice. |
6 οι δε λοιποι οι κατοικουντες βαιτυλουα επεπεσαν τη παρεμβολη ασσουρ και επρονομευσαν αυτους και επλουτησαν σφοδρα | 6 Inni mieszkańcy Betulii napadli na obóz asyryjski, zabrali z niego łupy i bardzo się wzbogacili. |
7 οι δε υιοι ισραηλ αναστρεψαντες απο της κοπης εκυριευσαν των λοιπων και αι κωμαι και επαυλεις εν τη ορεινη και πεδινη εκρατησαν πολλων λαφυρων ην γαρ πληθος πολυ σφοδρα | 7 Ci zaś Izraelici, którzy powrócili z pogromu, zawładnęli tym, co jeszcze pozostało. Wioski i osiedla w górach i na dolinie zdobyły wielkie łupy. Było ich bowiem ogromne mnóstwo. |
8 και ιωακιμ ο ιερευς ο μεγας και η γερουσια των υιων ισραηλ οι κατοικουντες εν ιερουσαλημ ηλθον του θεασασθαι τα αγαθα α εποιησεν κυριος τω ισραηλ και του ιδειν την ιουδιθ και λαλησαι μετ' αυτης ειρηνην | 8 A arcykapłan Joakim i Rada Starszych Izraela, która mieszka w Jerozolimie, przybyli obejrzeć dobrodziejstwa, które Pan wyświadczył Izraelowi, oraz zobaczyć Judytę i złożyć jej życzenia pokoju. |
9 ως δε εισηλθον προς αυτην ευλογησαν αυτην παντες ομοθυμαδον και ειπαν προς αυτην συ υψωμα ιερουσαλημ συ γαυριαμα μεγα του ισραηλ συ καυχημα μεγα του γενους ημων | 9 A gdy przyszli do niej, wszyscy jednomyślnie wysławiali ją i mówili: Tyś wywyższeniem Jeruzalem, tyś chlubą wielką Izraela, tyś wielką dumą naszego narodu. |
10 εποιησας ταυτα παντα εν χειρι σου εποιησας τα αγαθα μετα ισραηλ και ευδοκησεν επ' αυτοις ο θεος ευλογημενη γινου παρα τω παντοκρατορι κυριω εις τον αιωνα χρονον και ειπεν πας ο λαος γενοιτο | 10 Tyś wszystko to ręką swoją uczyniła, dobrze zasłużyłaś się Izraelowi, i spodobało się to Bogu. Niech cię Pan Wszechmogący błogosławi na wieczne czasy! A cały lud odpowiedział: Niech tak będzie! |
11 και ελαφυρευσεν πας ο λαος την παρεμβολην εφ' ημερας τριακοντα και εδωκαν τη ιουδιθ την σκηνην ολοφερνου και παντα τα αργυρωματα και τας κλινας και τα ολκεια και παντα τα κατασκευασματα αυτου και λαβουσα αυτη επεθηκεν επι την ημιονον αυτης και εζευξεν τας αμαξας αυτης και εσωρευσεν αυτα επ' αυτων | 11 A cały naród łupił jeszcze obóz przez trzydzieści dni. Judycie dali namiot Holofernesa, wszystkie jego srebrne naczynia, łoża, miednice i wszystkie jego sprzęty. A ona przyjęła to, nałożyła na swego muła, zaprzęgła swoje wozy i załadowała to wszystko na nie. |
12 και συνεδραμεν πασα γυνη ισραηλ του ιδειν αυτην και ευλογησαν αυτην και εποιησαν αυτη χορον εξ αυτων και ελαβεν θυρσους εν ταις χερσιν αυτης και εδωκεν ταις γυναιξιν ταις μετ' αυτης | 12 Zgromadziły się też wszystkie kobiety izraelskie, aby ją zobaczyć, i błogosławiły ją, i tańczyły wokół niej, a ona wzięła w ręce gałązki i podała kobietom, które jej towarzyszyły. |
13 και εστεφανωσαντο την ελαιαν αυτη και αι μετ' αυτης και προηλθεν παντος του λαου εν χορεια ηγουμενη πασων των γυναικων και ηκολουθει πας ανηρ ισραηλ ενωπλισμενοι μετα στεφανων και υμνουν εν τω στοματι αυτων | 13 Potem uczyniły sobie wieńce oliwne, ona i jej towarzyszki. I tańcząc szła przed całym ludem, prowadząc ze sobą wszystkie kobiety. Przyłączyli się też do nich wszyscy mężowie izraelscy i uzbrojeni, z wieńcami na głowach, i śpiewali głośno hymny. |
14 και εξηρχεν ιουδιθ την εξομολογησιν ταυτην εν παντι ισραηλ και υπερεφωνει πας ο λαος την αινεσιν ταυτην | 14 Judyta rozpoczęła przed całym Izraelem tę pieśń pochwalną, a lud cały wtórował jej w tym wychwalaniu. |