SCRUTATIO

Lunedi, 20 ottobre 2025 - San Irene ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 9


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Συγκαλεσας δε τους δωδεκα μαθητας αυτου, εδωκεν εις αυτους δυναμιν και εξουσιαν κατα παντων των δαιμονιων και να θεραπευωσι νοσους?1 Скликавши дванадцятьох, Ісус дав їм силу й владу над усіма бісами, й оздоровляти недуги,
2 και απεστειλεν αυτους δια να κηρυττωσι την βασιλειαν του Θεου και να ιατρευωσι τους ασθενουντας,2 і тоді послав їх проповідувати Царство Боже й недужих лікувати.
3 και ειπε προς αυτους? Μη βασταζετε μηδεν εις την οδον, μητε ραβδους μητε σακκιον μητε αρτον μητε αργυριον μητε να εχητε ανα δυο χιτωνας.3 Він до них промовив «Нічого не беріть у дорогу ні палиці, ні торби, ні хліба, ні грошей, та й дві одежі не майте.v
4 Και εις ηντινα οικιαν εισελθητε, εκει μενετε και εκειθεν εξερχεσθε.4 В яку б хату ви не вступили, там перебувайте до вашого відходу.
5 Και οσοι δεν σας δεχθωσιν, εξερχομενοι απο της πολεως εκεινης αποτιναξατε και τον κονιορτον απο των ποδων σας δια μαρτυριαν κατ' αυτων.5 А як хто вас не прийме, то виходячи з того міста, обтрусіть порох з ніг ваших на свідоцтво проти них.»
6 Εξερχομενοι δε διηρχοντο απο κωμης εις κωμην, κηρυττοντες το ευαγγελιον και θεραπευοντες πανταχου.6 І вийшли вони та, ходячи по селах, звіщали Добру Новину й оздоровляли всюди.
7 Ηκουσε δε Ηρωδης ο τετραρχης παντα τα γινομενα υπ' αυτου, και ητο εν απορια, διοτι ελεγετο υπο τινων οτι ο Ιωαννης ανεστη εκ νεκρων?7 Ірод четверовласник довідався про все, що діялось, і збентежився, бо деякі казали, що то Йоан воскрес із мертвих,
8 υπο τινων δε οτι ο Ηλιας εφανη, υπ' αλλων δε, οτι ανεστη εις των αρχαιων προφητων.8 інші — що Ілля явився, а ще інші, — що якийсь пророк із давніх устав з мертвих.
9 Και ειπεν ο Ηρωδης? Τον Ιωαννην εγω απεκεφαλισα? τις δε ειναι ουτος, περι του οποιου εγω ακουω τοιαυτα; και εζητει να ιδη αυτον.9 Ірод сказав «Йоанові я стяв голову. Хто ж це такий, що я про нього таке чую «І намагався побачити його.
10 Και υποστρεψαντες οι αποστολοι, διηγηθησαν προς αυτον οσα επραξαν. Και παραλαβων αυτους απεσυρθη κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον πολεως τινος ονομαζομενης Βηθσαιδα.10 Апостоли ж, повернувшися, розповіли йому про те, що зробили. Тоді він узяв їх і пішов осторонь у напрямі міста, що зветься Витсаїда.
11 Οι δε οχλοι νοησαντες ηκολουθησαν αυτον, και δεχθεις αυτους ελαλει προς αυτους περι της βασιλειας του Θεου, και τους εχοντας χρειαν θεραπειας ιατρευεν.11 Люди, довідавшись про те, пішли слідом за ним. Він їх прийняв і говорив їм про Царство Боже та оздоровляв тих, що потребували того.
12 Η δε ημερα ηρχισε να κλινη? και προσελθοντες οι δωδεκα, ειπον προς αυτον? Απολυσον τον οχλον, δια να υπαγωσιν εις τας περιξ κωμας και τους αγρους και να καταλυσωσι και να ευρωσι τροφας, διοτι εδω ειμεθα εν ερημω τοπω.12 День почав схилятися, і дванадцятеро підійшли до нього та й кажуть «Відпусти людей хай ідуть по хуторах та селах, що навколо, і знайдуть собі притулок та поживу, бо тут ми в пустому місці.»
13 Και ειπε προς αυτους? Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσιν. Οι δε ειπον? ημεις δεν εχομεν πλειοτερον παρα πεντε αρτους και δυο ιχθυας, εκτος εαν υπαγωμεν ημεις και αγορασωμεν τροφας δι' ολον τον λαον τουτον?13 А він їм каже «Дайте ви їм їсти.» Ті відповіли «У нас усього п’ять хлібів і дві риби. Хіба що підемо та купимо поживи для всього народу цього.»
14 διοτι ησαν ως πεντακισχιλιοι ανδρες? και ειπε προς τους μαθητας αυτου? Καθισατε αυτους κατα αθροισματα ανα πεντηκοντα.14 Було бо їх яких п’ять тисяч чоловік. Ісус сказав до своїх учнів «Розсадіть їх гуртами по п’ятдесят приблизно.»
15 Και επραξαν ουτω, και εκαθησαν απαντας.15 Вони так зробили й усіх розсадовили.
16 Λαβων δε τους πεντε αρτους και τους δυο ιχθυας, ανεβλεψεν εις τον ουρανον και ευλογησεν αυτους και κατεκοψε, και εδιδεν εις τους μαθητας δια να βαλλωσιν εμπροσθεν του οχλου.16 А він узяв п’ять хлібів і дві риби, і, звівши вгору очі, поблагословив їх, поламав і давав учням, щоб вони клали перед народом.
17 Και εφαγον και εχορτασθησαν παντες, και εσηκωθη το περισσευσαν εις αυτους εκ των κλασματων δωδεκα κοφινια.17 Усі їли до наситу й зібрали ті кусні, що у них зосталися, дванадцять кошів.
18 Και ενω αυτος προσηυχετο καταμονας, ησαν μετ' αυτου οι μαθηται, και ηρωτησεν αυτους λεγων? τινα με λεγουσιν οι οχλοι οτι ειμαι;18 Одного разу, коли він молився насамоті, а з ним були й його учні, — він спитав їх «За кого мене мають люди»
19 οι δε αποκριθεντες ειπον? Ιωαννην τον Βαπτιστην, αλλοι δε Ηλιαν, αλλοι δε οτι ανεστη τις των αρχαιων προφητων.19 Вони ж у відповідь сказали «За Йоана Христителя, а інші — за Іллю, а ще інші — за якогось із пророків старовинних, що воскрес із мертвих.»
20 Ειπε δε προς αυτους? Σεις δε τινα με λεγετε οτι ειμαι; και αποκριθεις ο Πετρος ειπε? Τον Χριστον του Θεου.20 «А ви», спитав їх, «що кажете про мене Хто я» Тоді Петро, озвавшись, мовив «Ти Христос (Помазаник) Божий!»
21 Ο δε προσεταξεν αυτους σφοδρως και παρηγγειλε να μη ειπωσιν εις μηδενα τουτο,21 Та й наказав їм гостро про це нікому не говорити.
22 ειπων οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παθη πολλα και να καταφρονηθη απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων, και να θανατωθη και τη τριτη ημερα να αναστηθη.22 Далі додав «Син Чоловічий має багато страждати; старші, первосвященики та книжники його відкинуть і уб’ють, та він на третій день воскресне.»
23 Ελεγε δε προς παντας? Εαν τις θελη να ελθη οπισω μου, ας απαρνηθη εαυτον και ας σηκωση τον σταυρον αυτου καθ' ημεραν και ας με ακολουθη.23 Звертаючись до всіх, (Ісус) промовив «Коли хто хоче йти за мною, нехай себе зречеться, візьме щодня на себе хрест свій і йде за мною.
24 Διοτι οστις θελει να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην? και οστις απολεση την ζωην αυτου ενεκεν ομου, ουτος θελει σωσει αυτην.24 Бо хто захоче спасти свою душу, той її погубить; а хто погубить свою душу задля мене, той її врятує.
25 Επειδη τι ωφελειται ο ανθρωπος, εαν κερδηση τον κοσμον ολον, εαυτον δε απολεση η ζημιωθη;25 Яка ж користь людині, що ввесь світ здобуде, себе ж саму погубить або пошкодить
26 Διοτι οστις επαισχυνθη δι' εμε και τους λογους μου, δια τουτον ο Υιος του ανθρωπου θελει επαισχυνθη, οταν ελθη εν τη δοξη αυτου και του Πατρος και των αγιων αγγελων.26 Хто б соромився мене та моєї науки, того й Син Чоловічий буде соромитися, коли прийде у славі своїй і Отця, і святих ангелів.
27 Λεγω δε προς εσας αληθως, Ειναι τινες των εδω ισταμενων, οιτινες δεν θελουσι γευθη θανατον, εωσου ιδωσι την βασιλειαν του Θεου.27 Я вам кажу по правді, що деякі з отут присутніх не зазнають смерти, аж поки не побачать Божого Царства.»
28 Μετα δε τους λογους τουτους παρηλθον εως οκτω ημεραι, και παραλαβων τον Πετρον και Ιωαννην και Ιακωβον, ανεβη εις το ορος δια να προσευχηθη.28 Днів з вісім по оцій розмові Ісус узяв з собою Петра, Йоана та Якова й пішов аж на гору помолитись.
29 Και ενω προσηυχετο, ηλλοιωθη η οψις του προσωπου αυτου και τα ιματια αυτου εγειναν λευκα εξαστραπτοντα.29 І коли він молився, вигляд його обличчя став інший, а одежа — біла та блискуча.
30 και ιδου, ανδρες δυο συνελαλουν μετ' αυτου, οιτινες ησαν Μωυσης και Ηλιας,30 І ось два мужі з ним розмовляли були то Мойсей та Ілля,
31 οιτινες φανεντες εν δοξη, ελεγον τον θανατον αυτου, τον οποιον εμελλε να εκπληρωση εν Ιερουσαλημ.31 що, з’явившись у славі, говорили про його смерть, якої він мав зазнати в Єрусалимі.
32 Ο δε Πετρος και οι μετ' αυτου ησαν βεβαρημενοι υπο του υπνου? και οτε εξυπνησαν, ειδον την δοξαν αυτου και τους δυο ανδρας τους ισταμενους μετ' αυτου.32 Петро й його товариші були зморені сном. Та як пробудилися, побачили його славу і двох мужів, що з ним стояли.
33 Και ενω αυτοι εχωριζοντο απ' αυτου, ειπεν ο Πετρος προς τον Ιησουν? Επιστατα, καλον ειναι να ημεθα εδω? και ας καμωμεν τρεις σκηνας, μιαν δια σε και δια τον Μωυσην μιαν και μιαν δια τον Ηλιαν, μη εξευρων τι λεγει.33 А коли ці відходили від нього, Петро промовив до Ісуса «Наставниче, добре нам тут бути! Зробимо три намети один тобі, один Мойсееві й один Іллі.» Він не знав, що говорить.
34 Ενω δε αυτος ελεγε ταυτα, ηλθε νεφελη και επεσκιασεν αυτους? και εφοβηθησαν οτε εισηλθον εις την νεφελην?34 Коли він говорив це, насунулася хмара й огорнула їх, а учні налякались, як ті ввійшли у хмару.
35 και εγεινε φωνη εκ της νεφελης, λεγουσα? Ουτος ειναι ο Υιος μου ο αγαπητος? αυτου ακουετε.35 І залунав голос з хмари. «Це Син мій, Вибранець, слухайте його!»
36 Και αφου εγεινεν η φωνη, ευρεθη ο Ιησους μονος? και αυτοι εσιωπησαν και προς ουδενα ειπον εν εκειναις ταις ημεραις ουδεν εξ οσων ειδον.36 І коли пролунав цей голос, Ісус один зостався. Учні мовчали, і нічого з того, що бачили, нікому тоді не оповідали.
37 Την δε ακολουθον ημεραν, οτε κατεβησαν απο του ορους, υπηντησεν αυτον οχλος πολυς.37 Наступного дня, коли вони зійшли з гори, сила людей його зустріла.
38 Και ιδου, ανθρωπος τις εκ του οχλου ανεκραξε, λεγων? Διδασκαλε, δεομαι σου, επιβλεψον επι τον υιον μου, διοτι μονογενης μου ειναι?38 І ось якийсь чоловік з народу почав кричати «Учителю, благаю тебе, зглянься над моїм сином, бо він єдиний у мене.
39 και ιδου, δαιμονιον πιανει αυτον, και εξαιφνης κραζει και σπαραττει αυτον μετα αφρου, και μολις αναχωρει απ' αυτου, συντριβον αυτον?39 Дух його хапає, і той кричить раптом, трясе його, і той пускає піну; з великим трудом він його залишає цілком знесиленого.
40 και παρεκαλεσα τους μαθητας σου δια να εκβαλωσιν αυτο, και δεν ηδυνηθησαν.40 Просив я твоїх учнів, щоб його вигнали, та вони не здоліли.»
41 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπεν? Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη, εως ποτε θελω εισθαι μεθ' υμων και θελω υπομενει υμας; φερε τον υιον σου εδω.41 Ісус відповів «О невірний та розпусний роде! Доки я буду з вами та терпітиму вас Приведи сюди твого сина!»
42 Και ενω αυτος ετι προσηρχετο, ερριψεν αυτον κατω το δαιμονιον και κατεσπαραξεν? ο δε Ιησους επετιμησε το πνευμα το ακαθαρτον και ιατρευσε το παιδιον και απεδωκεν αυτο εις τον πατερα αυτου.42 Ще тільки наближався хлопець, як демон кинув його об землю і сильно стряс; але Ісус погрозив нечистому духові, оздоровив юнака й віддав його батькові.
43 Εξεπληττοντο δε παντες επι την μεγαλειοτητα του Θεου. Και ενω παντες εθαυμαζον δια παντα οσα εκαμεν ο Ιησους, ειπε προς τους μαθητας αυτου?43 Всі були захоплені величчю Божою. І як усі дивувалися всьому, що Ісус чинив, він сказав до своїх учнів
44 Βαλετε σεις εις τα ωτα σας τους λογους τουτους? διοτι ο Υιος του ανθρωπου μελλει να παραδοθη εις χειρας ανθρωπων.44 «Затямте собі добре ці слова Син Чоловічий має бути виданий у руки людям.»
45 Εκεινοι ομως δεν ενοουν τον λογον τουτον, και ητο αποκεκρυμμενος απ' αυτων, δια να μη νοησωσιν αυτον, και εφοβουντο να ερωτησωσιν αυτον περι του λογου τουτου.45 Однак, вони не розуміли цього слова; воно було від них закрите, так що вони його не додумались і боялися його спитати про це слово.
46 Εισηλθε δε εις αυτους διαλογισμος, τις ταχα εξ αυτων ητο μεγαλητερος.46 Одне спало їм на думку Хто з них буде найбільший
47 Ο δε Ιησους, ιδων τον διαλογισμον της καρδιας αυτων, επιασε παιδιον και εστησεν αυτο πλησιον εαυτου47 Ісус, знаючи думки їхніх сердець, узяв малу дитину, поставив її біля себе
48 και ειπε προς αυτους? Οστις δεχθη τουτο το παιδιον εις το ονομα μου, εμε δεχεται, και οστις δεχθη εμε, δεχεται τον αποστειλαντα με? διοτι ο υπαρχων μικροτερος μεταξυ παντων υμων ουτος θελει εισθαι μεγας.48 і сказав їм «Хто приймає цю малу дитину в моє ім’я, той мене приймає; а хто мене приймає, той приймає того, хто мене послав, бо хто найменший поміж усіма вами, той — великий.»
49 Αποκριθεις δε ο Ιωαννης, ειπεν? Επιστατα, ειδομεν τινα εκβαλλοντα τα δαιμονια εν τω ονοματι σου, και ημποδισαμεν αυτον, διοτι δεν ακολουθει μεθ' ημων.49 Озвався Йоан і каже «Наставниче, ми бачили одного, що твоїм ім’ям виганяв бісів, і ми йому заборонили, бо він не ходить з нами.»
50 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Μη εμποδιζετε? διοτι οστις δεν ειναι καθ' ημων, ειναι υπερ ημων.50 Ісус же сказав до нього «Не бороніть, бо хто не проти вас, той з вами.»
51 Και οτε συνεπληρουντο αι ημεραι δια να αναληφθη, τοτε αυτος εκαμε στερεαν αποφασιν να υπαγη εις Ιερουσαλημ.51 А як наблизився час, коли Ісус мав бути взятий (з цього світу), він постановив пуститися в дорогу до Єрусалиму.
52 Και απεστειλεν εμπροσθεν αυτου μηνυτας, οιτινες πορευθεντες εισηλθον εις κωμην Σαμαρειτων, δια να καμωσιν ετοιμασιαν εις αυτον.52 Отож вислав посланців перед собою. Пішли вони й увійшли в якесь село самарянське, щоб йому приготувати.
53 Και δεν εδεχθησαν αυτον, διοτι εφαινετο οτι επορευετο εις Ιερουσαλημ.53 Та самаряни його не прийняли, бо він подорожував до Єрусалиму.
54 Ιδοντες δε οι μαθηται αυτου Ιακωβος και Ιωαννης, ειπον? Κυριε, θελεις να ειπωμεν να καταβη πυρ απο του ουρανου και να αφανιση αυτους, καθως και ο Ηλιας εκαμε;54 Бачивши це учні Яків та Йоан, сказали «Господи, хочеш — ми скажем, щоб вогонь зійшов з неба і пожер їх.»
55 Στραφεις δε επεπληξεν αυτους και ειπε? δεν εξευρετε ποιου πνευματος εισθε σεις?55 Ісус, обернувшись, почав їм докоряти.
56 διοτι ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε να απολεση ψυχας ανθρωπων, αλλα να σωση. Και υπηγον εις αλλην κωμην.56 І вони пішли в інше село.
57 Ενω δε επορευοντο, ειπε τις προς αυτον καθ' οδον? Θελω σε ακολουθησει οπου αν υπαγης, Κυριε.57 А як вони подорожували, сказав хтось до нього: «Я піду за тобою, куди б ти не пішов.»
58 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αι αλωπεκες εχουσι φωλεας και τα πετεινα του ουρανου κατοικιας, ο δε Υιος του ανθρωπου δεν εχει που να κλινη την κεφαλην.58 Ісус озвався до нього «Лисиці мають нори й птиці небесні гнізда, Син же Чоловічий не має де голови приклонити.»
59 Ειπε δε προς αλλον? Ακολουθει μοι. Ο δε ειπε? Κυριε, συγχωρησον μοι να υπαγω πρωτον να θαψω τον πατερα μου.59 До другого сказав «Іди за мною.» Та той відповів «Господи, дозволь мені перше піти та поховати мого батька.»
60 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Αφες τους νεκρους να θαψωσι τους εαυτων νεκρους? συ δε απελθων κηρυττε την βασιλειαν του Θεου.60 «Залиши мертвим ховати своїх мертвих», сказав Ісус до нього. «Ти ж іди, проповідуй Царство Боже.»
61 Ειπε δε και αλλος? θελω σε ακολουθησει, Κυριε? πρωτον ομως συγχωρησον μοι να αποχαιρετησω τους εις τον οικον μου.61 Інший сказав «Я піду за тобою, Господи, але перше дозволь мені з домашніми моїми попрощатися.»
62 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Ουδεις βαλων την χειρα αυτου επι αροτρον και βλεπων εις τα οπισω ειναι αρμοδιος δια την βασιλειαν του Θεου.62 Ісус сказав до нього «Ніхто, що поклав руку на плуг і озирається назад, не здатний до Царства Божого.»