1 Δεν θελει εισθαι ομως τοιουτον θαμβωμα εις την γην την τεθλιμμενην? εν τοις προτεροις καιροις εξουθενωσε την γην Ζαβουλων και την γην Νεφθαλειμ? εν δε τοις υστεροις εκαμεν ενδοξα τα μερη τα προς την οδον της θαλασσης, περαν του Ιορδανου, την Γαλιλαιαν των εθνων. | 1 Naród kroczący w ciemnościach ujrzał światłość wielką; nad mieszkańcami kraju mroków światło zabłysło. |
2 Ο λαος ο περιπατων εν τω σκοτει ειδε φως μεγα? εις τους καθημενους εν γη σκιας θανατου, φως ελαμψεν επ' αυτους. | 2 Pomnożyłeś radość, zwiększyłeś wesele. Rozradowali się przed Tobą, jak się radują we żniwa, jak się weselą przy podziale łupu. |
3 Επολλαπλασιασας το εθνος, ηυξησας εις αυτην την χαραν? χαιρουσιν εμπροσθεν σου κατα την χαραν του θερισμου, καθως αγαλλονται οι διαμεριζομενοι τα λαφυρα. | 3 Bo złamałeś jego ciężkie jarzmo i drążek na jego ramieniu, pręt jego ciemięzcy jak w dniu porażki Madianitów. |
4 Διοτι συ συνετριψας τον ζυγον του φορτιου αυτου και την ραβδον του ωμου αυτου και την μαστιγα του καταδυναστευοντος αυτον, καθως εν τη ημερα του Μαδιαμ. | 4 Bo każdy but pieszego żołnierza, każdy płaszcz zbroczony krwią, pójdą na spalenie, na pastwę ognia. |
5 Διοτι πασα περικνημις πολεμιστου μαχομενου μετα θορυβου και πασα στολη κεκυλισμενη εις αιματα θελει εισθαι δια καυσιν και υλην πυρος. | 5 Albowiem Dziecię nam się narodziło, Syn został nam dany, na Jego barkach spoczęła władza. Nazwano Go imieniem: Przedziwny Doradca, Bóg Mocny, Odwieczny Ojciec, Książę Pokoju. |
6 Διοτι παιδιον εγεννηθη εις ημας, υιος εδοθη εις ημας? και η εξουσια θελει εισθαι επι τον ωμον αυτου? και το ονομα αυτου θελει καλεσθη Θαυμαστος, Συμβουλος, Θεος ισχυρος, Πατηρ του μελλοντος αιωνος, Αρχων ειρηνης. | 6 Wielkie będzie Jego panowanie w pokoju bez granic na tronie Dawida i nad Jego królestwem, które On utwierdzi i umocni prawem i sprawiedliwością, odtąd i na wieki. Zazdrosna miłość Pana Zastępów tego dokona. |
7 Εις την αυξησιν της εξουσιας αυτου και της ειρηνης δεν θελει εισθαι τελος, επι τον θρονον του Δαβιδ και επι την βασιλειαν αυτου, δια να διαταξη αυτην και να στερεωση αυτην εν κρισει και δικαιοσυνη απο του νυν και εως αιωνος. Ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο. | 7 Wydał Pan wyrok na Jakuba, i spadł on na Izraela. |
8 Ο Κυριος απεστειλε λογον κατα του Ιακωβ και επεσεν επι τον Ισραηλ. | 8 Pozna go cały naród: Efraimczycy i mieszkańcy Samarii, w dumie i w hardości swego serca mówiący: |
9 Και πας ο λαος θελει γνωρισει τουτο, ο Εφραιμ και ο κατοικος της Σαμαρειας, οιτινες λεγουσιν υπερηφανως και με επαρσιν καρδιας, | 9 Cegły się rozsypały - odbudujemy z kamienia; sykomory wycięte - cedrami je zastąpimy. |
10 οι πλινθοι επεσον, πλην ημεις θελομεν κτισει με πελεκητας πετρας? αι συκομορεαι εκοπησαν, πλην ημεις θελομεν αλλαξει αυτας εις κεδρους. | 10 Lecz Pan wzbudził przeciw niemu wrogów i nieprzyjaciół jego uzbroił: |
11 Δια τουτο ο Κυριος θελει εξεγειρει τους εχθρους του Ρεσιν εναντιον αυτου και συνενωσει τους πολεμιους αυτου? | 11 Aramejczyków od wschodu i Filistynów z zachodu, pożerających Izraela całą paszczą. Po tym wszystkim nie uśmierzył się gniew Jego i ręka Jego - nadal wyciągnięta. |
12 τους Συριους εμπροσθεν και τους Φιλισταιους οπισθεν? και θελουσι καταφαγει τον Ισραηλ με ανοικτον στομα. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ' η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη. | 12 Ale naród nie nawrócił się do swego Karciciela ani nie szukał Pana Zastępów. |
13 Πλην ο λαος δεν επιστρεφει προς τον παταξαντα αυτον, ουδε εκζητουσι τον Κυριον των δυναμεων. | 13 Wówczas Pan odciął Izraelowi głowę i ogon, w jednym dniu, palmę i sitowie. |
14 Δια τουτο ο Κυριος θελει εκκοψει απο του Ισραηλ κεφαλην και ουραν, κλαδον και σπαρτον, εν μια ημερα. | 14 "Starszy i dostojnik - to głowa; a ogon to prorok i nauczyciel kłamstwa". |
15 Ο πρεσβυτης και ο εντιμος, αυτος ειναι η κεφαλη? και ο προφητης οστις διδασκει ψευδη, αυτος ειναι η ουρα. | 15 Zwodzicielami się stali przywódcy tego narodu, a ci, którym przewodzą, zgubili się. |
16 Διοτι οι μακαριζοντες τον λαον τουτον πλανωσιν αυτον? και οι μακαριζομενοι υπ' αυτων αφανιζονται. | 16 Dlatego Pan nie oszczędzi jego młodzieńców ani się zlituje nad jego sierotami i wdowami. Bo cały ten naród jest bezbożny i zły, każde usta mówią głupstwa. Po tym wszystkim nie uśmierzył się gniew Jego i ręka Jego - nadal wyciągnięta. |
17 Δια τουτο ο Κυριος δεν θελει ευφρανθη εις τους νεανισκους αυτων, ουδε θελει ελεησει τους ορφανους και τας χηρας αυτων? επειδη παντες ειναι υποκριται και κακοποιοι, και παν στομα λαλει ασεβως. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ' η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη. | 17 Zaiste, niegodziwość rozgorzała jak pożar, który trawi głogi i ciernie; wybucha w gąszczu leśnym, aż wzbijają się słupy dymu. |
18 Διοτι η ανομια αφανιζει ως το πυρ, το κατατρωγον τους τριβολους και τας ακανθας και το φλεγον εν τοις πυκνοτατοις του δασους? και αυτα θελουσιν αναβη εις στηλην περιτυλισσομενου καπνου. | 18 Od gniewu Pańskiego zapalił się kraj, i stał się naród pastwą ognia. Nikt nie ma litości nad bratem swoim. |
19 Απο του θυμου του Κυριου των δυναμεων η γη εσκοτισθη, και ο λαος θελει εισθαι ως υλη πυρος? ανθρωπος δεν θελει ελεησει τον αδελφον αυτου. | 19 Każdy pożera ciało bliźniego; odgryza na prawo, a przecież łaknie, zjada na lewo, lecz się nie nasyca. |
20 Και θελει αρπασει εις τα δεξια, πλην θελει πεινασει? και θελει φαγει εις τα αριστερα, πλην δεν θελει χορτασθη? θελουσι φαγει πας ανθρωπος την σαρκα του βραχιονος αυτου? | 20 Manasses [szarpie] Efraima, a Efraim Manassesa, obaj razem godzą na Judę. Po tym wszystkim nie uśmierzył się gniew Jego i ręka Jego - nadal wyciągnięta. |
21 ο Μανασσης τον Εφραιμ και ο Εφραιμ τον Μανασσην? και αυτοι ομου θελουσιν εισθαι εναντιον του Ιουδα. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ' η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη. | |