SCRUTATIO

Venerdi, 17 ottobre 2025 - Santa Margherita Maria Alacoque ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 20


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Ο δε Βεν-αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισε πασαν την δυναμιν αυτου? ησαν δε μετ' αυτου τριακοντα δυο βασιλεις και ιπποι και αμαξαι και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν και επολεμει αυτην.1 Бен-Гадад, цар арамійський, зібрав усе своє військо — було з ним 32 царі з кіньми й колісницями — і вирушив, обложив Самарію й воював з нею.
2 Και απεστειλε μηνυτας προς Αχααβ τον βασιλεα του Ισραηλ εις την πολιν και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει ο Βεν-αδαδ?2 Він послав послів у місто до Ахава, царя ізраїльського,
3 το αργυριον σου και το χρυσιον σου ειναι εμου? και αι γυναικες σου και τα τεκνα σου τα ωραια ειναι εμου.3 і повелів йому сказати: «Так говорить Бен-Гадад: Срібло твоє й золото твоє — воно моє, жінки ж твої й діти твої — зостануться для тебе.»
4 Και απεκριθη ο βασιλευς του Ισραηλ και ειπε, Κατα τον λογον σου, κυριε μου βασιλευ, σου ειμαι εγω και παντα οσα εχω.4 Цар ізраїльський відповів йому так: «Як кажеш, пане мій царю, я твій з усім, що маю.»
5 Και επανηλθον οι μηνυται και ειπον, Ουτως αποκρινεται ο Βεν-αδαδ, λεγων? Επειδη απεστειλα προς σε, λεγων, Το αργυριον σου και το χρυσιον σου και τας γυναικας σου και τα τεκνα σου θελεις παραδωσει εις εμε,5 Посли, однак же прийшли знову й сказали: «Так каже Бен-Гадад: Я посилаю тобі сказати, щоб ти дав мені срібло твоє і золото твоє, жінок твоїх і дітей твоїх.
6 αυριον βεβαιως περι την ωραν ταυτην θελω αποστειλει τους δουλους μου προς σε, και θελουσιν ερευνησει τον οικον σου και τους οικους των δουλων σου? και ο, τι ειναι επιθυμητον εις τους οφθαλμους σου, θελουσι βαλει εις τας χειρας αυτων και θελουσι λαβει αυτο.6 Тож знай, що взавтра о цій добі пришлю до тебе моїх слуг; вони обшукають твій дім і доми твоїх слуг, заберуть із собою все, що їм довподоби, та й винесуть геть.»
7 Τοτε εκαλεσεν ο βασιλευς του Ισραηλ παντας τους πρεσβυτερους του τοπου και ειπε, Στοχασθητε, παρακαλω, και ιδετε οτι ουτος κακιαν ζητει? διοτι απεστειλε προς εμε δια τας γυναικας μου και δια τα τεκνα μου και δια το αργυριον μου και δια το χρυσιον μου, και δεν ηρνηθην ουδεν εις αυτον.7 Тоді цар ізраїльський скликав усіх старших краю і сказав: «Бачите ясно, що він задумав зло на мене; він присилає до мене й вимагає моїх жінок і моїх дітей, тоді як я не відмовив йому мого срібла й мого золота.»
8 Και ειπον προς αυτον παντες οι πρεσβυτεροι και πας ο λαος, Μη υπακουσης μηδε συγκατανευσης.8 Старші всі й увесь народ йому відказали: «Не слухай, не згоджуйся!»
9 Ειπε λοιπον προς τους μηνυτας του Βεν-αδαδ, Ειπατε προς τον κυριον μου τον βασιλεα, Παντα οσα εμηνυσας προς τον δουλον σου κατ' αρχας, θελω καμει τουτο ομως το πραγμα δεν δυναμαι να καμω. Και οι μηνυται ανεχωρησαν και εφεραν προς αυτον την αποκρισιν.9 Тоді він відповів так послам Бен-Гадада: «Скажіте моєму панові цареві: Усе, що ти жадав від твого слуги за першим разом, зроблю; цього ж не можу зробити.» І пішли посли і віднесли йому відповідь.
10 Και αναπεστειλεν ο Βεν-αδαδ προς αυτον, λεγων, Ουτω να καμωσιν εις εμε οι θεοι και ουτω να προσθεσωσιν, εαν το χωμα της Σαμαρειας αρκεση δια μιαν χεριαν εις παντα τον λαον, τον ακολουθουντα με.10 Тоді Бен-Гадад прислав йому сказати: «Нехай боги сяке й таке мені заподіють та ще й причинять, коли самарійського пороху стане на те, щоб узяти по жмені всім людям, що ось зо мною.»
11 Και απεκριθη ο βασιλευς του Ισραηλ και ειπεν, Ειπατε προς αυτον, Οστις περιζωννυται τα οπλα, ας μη μεγαλαυχη ως ο εκδυομενος αυτα.11 А цар ізраїльський відповів: «Скажіть йому: Хто підперізується зброєю, нехай не чваниться так, як той, хто її скидає.»
12 Οτε δε ο Βεν-αδαδ ηκουσε τον λογον τουτον, ετυχε πινων, αυτος και οι βασιλεις οι μετ' αυτου εις τας σκηνας, και ειπε προς τους δουλους αυτου, Παραταχθητε. Και παρεταχθησαν κατα της πολεως.12 Як тільки Бен-Гадад почув це, а він саме випивав з царями під шатрами, то повелів своїм слугам: «На місця!» І ті облягли місто.
13 Και ιδου, προσηλθε προς τον Αχααβ τον βασιλεα του Ισραηλ προφητης τις, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? Βλεπεις απαν το πληθος τουτο το μεγα; ιδου, εγω παραδιδω αυτο εις την χειρα σου σημερον? και θελεις γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.13 Та ось один пророк приступив до Ахава, царя ізраїльського, і каже: «Так говорить Господь: Чи бачиш цей великий натовп? Сьогодні видам тобі його в руки, щоб ти знав, що я — Господь.»
14 Και ειπεν ο Αχααβ, Δια τινος; Ο δε απεκριθη, Ουτω λεγει Κυριος? Δια των θεραποντων των αρχοντων των επαρχιων. Τοτε ειπε, Τις θελει συγκροτησει την μαχην; Και απεκριθη, Συ.14 Ахав спитав: «Через кого?» А пророк відповів: «Так говорить Господь: Через вояків, що під окружними начальниками.» Той спитав далі: «Хто розпочне битву?» Пророк відповів: «Ти!»
15 Τοτε ηριθμησε τους θεραποντας των αρχοντων των επαρχιων? και ησαν διακοσιοι τριακοντα δυο? και μετ' αυτους, ηριθμησεν απαντα τον λαον, παντας τους υιους Ισραηλ, επτα χιλιαδας.15 Ахав зробив перегляд вояків, що під окружними начальниками; було їх 232. По тому ж зробив перегляд усього народу, усіх синів Ізраїля; 7 000 було їх.
16 Και εξηλθον περι την μεσημβριαν. Ο δε Βεν-αδαδ επινε και εμεθυεν εις τας σκηνας, αυτος και οι βασιλεις, οι τριακοντα δυο βασιλεις οι συμμαχοι αυτου.16 Вирушили вони опівдні, тим часом як Бен-Гадад напивсь під шатрами до п’яна, сам він і 32 царі, що прийшли йому на підмогу.
17 Και εξηλθον πρωτοι οι θεραποντες των αρχοντων των επαρχιων? και απεστειλεν ο Βεν-αδαδ να μαθη? και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ανδρες εξηλθον εκ της Σαμαρειας.17 Першими двигнулися молоді хлопці, що під окружними начальниками. Послали й звістили про це Бен-Гадада: «Вирушили мужі з Самарії.»
18 Ο δε ειπεν, Εαν εξηλθον ειρηνικως, συλλαβετε αυτους ζωντας? και εαν εξηλθον δια πολεμον, παλιν ζωντας συλλαβετε αυτους.18 І повелів він: «Як вони вийшли з мирними намірами, схопіть їх живцем; та як вони вийшли для битви, все одно схопіть їх живцем!»
19 Εξηλθον λοιπον εκ της πολεως ουτοι οι θεραποντες των αρχοντων των επαρχιων, και το στρατευμα το οποιον ηκολουθει αυτους.19 Вирушили, отже, з міста: молоді хлопці, що під окружними начальниками, а за ними військо,
20 Και επαταξεν εκαστος τον ανθρωπον αυτου? και οι Συριοι εφυγον? και κατεδιωξεν αυτους ο Ισραηλ? ο δε Βεν-αδαδ ο βασιλευς της Συριας διεσωθη εφιππος μετα των ιππεων.20 і кожен ударив на свого противника. Арамії утекли, Ізраїль же погнавсь за ними. Бен-Гадад, цар арамійський, втік на коні зо своєю кіннотою.
21 Και εξηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ και επαταξε τους ιππεις και τας αμαξας, και εκαμεν εις τους Συριους σφαγην μεγαλην.21 Рушив тоді цар ізраїльський, забрав коні й колісниці й завдав араміям величезної поразки.
22 Και προσηλθεν ο προφητης προς τον βασιλεα του Ισραηλ και ειπε προς αυτον, Υπαγε, ενδυναμωθητι και σκεφθητι, και ιδε τι θελεις καμει διοτι εν τη επιστροφη του ετους ο βασιλευς της Συριας θελει αναβη εναντιον σου.22 Приступив пророк до ізраїльського царя та й сказав йому: «Вважай, тримайся мужньо й міркуй добре, що тобі робити, бо на той рік наступить знов на тебе цар арамійський.»
23 Ειπον δε προς αυτον οι δουλοι του βασιλεως της Συριας, Ο θεος αυτων ειναι θεος των βουνων? δια τουτο υπερισχυσαν καθ' ημων? εαν δε πολεμησωμεν αυτους εν τη πεδιαδι, βεβαιως θελομεν υπερισχυσει κατ' αυτων.23 Слуги царя арамійського сказали йому: «Бог їхній — це Бог гір, тим і взяли вони над нами гору. Якщо ж будемо битися з ними на рівнині, напевне їх переможемо.
24 Καμε λοιπον το πραγμα τουτο? εκβαλε τους βασιλεις, εκαστον εκ του τοπου αυτου? και βαλε αντ' αυτων στρατηγους?24 Тож зроби от що: відішли усіх царів з їхніх місць і замість них постав отаманів.
25 συ δε συναθροισον εις σεαυτον στρατευμα, οσον στρατευμα εκ των μετα σου επεσε, και ιππον αντι ιππου και αμαξαν αντι αμαξης? και ας πολεμησωμεν αυτους εν τη πεδιαδι, και βεβαιως θελομεν υπερισχυσει κατ' αυτων. Και εισηκουσε της φωνης αυτων και εκαμεν ουτω.25 Навербуй собі стільки війська, скільки загинуло в тебе, і коней, скільки було, й колісниць, скільки було, та й битимемося з ними на рівнині. Тоді ми напевне візьмемо гору над ними.» Послухав він ради і зробив так.
26 Και εν τη επιστροφη του ετους ηριθμησεν ο Βεν-αδαδ τους Συριους και ανεβη εις Αφεκ, δια να πολεμηση κατα του Ισραηλ.26 На другий рік зібрав Бен-Гадад араміїв і двигнувся під Афек на війну проти Ізраїля.
27 Και οι υιοι Ισραηλ ηριθμηθησαν, και προπαρασκευασθεντες υπηγον εις συναντησιν αυτων? και εστρατοπεδευσαν οι υιοι Ισραηλ απεναντι αυτων, ως δυο μικρα ποιμνια αιγων? οι δε Συριοι εγεμισαν την γην.27 Зібрались і сини Ізраїля й, набравши живности, вирушили їм назустріч. Отаборилися сини Ізраїля навпроти них, неначе двоє стад кіз, тим часом як арамії вкрили землю.
28 Και προσηλθεν ο ανθρωπος του Θεου και ελαλησε προς τον βασιλεα του Ισραηλ, και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Επειδη οι Συριοι ειπον, Ο Κυριος ειναι Θεος των βουνων, αλλ' ουχι Θεος των κοιλαδων, δια τουτο θελω παραδωσει εις την χειρα σου απαν το μεγα τουτο πληθος, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.28 Прийшов Божий чоловік до царя ізраїльського й сказав: «Так говорить Господь: За те, що арамії кажуть: Господь є Бог гір, не Бог долини, я дам тобі у руки цей великий натовп, і ви взнаєте, що я — Господь.»
29 Και ησαν εστρατοπεδευμενοι αντικρυ αλληλων επτα ημερας. Και την εβδομην ημεραν συνεκροτηθη η μαχη? και επαταξαν οι υιοι Ισραηλ τους Συριους εκατον χιλιαδας πεζων εν ημερα μια.29 Сім день стояли вони табором одні проти одних, а сьомого дня відбувся бій, і сини Ізраїля в один день поклали трупом 100 000 арамійських піхотинців.
30 Οι δε εναπολειφθεντες εφυγον εις Αφεκ, προς την πολιν? και επεσε το τειχος επι εικοσιεπτα χιλιαδας εκ των ανδρων των εναπολειφθεντων. Και εφυγεν ο Βεν-αδαδ και εισηλθεν εις την πολιν και εκρυφθη απο κοιτωνος εις κοιτωνα.30 Решта ж утекла в Афек, у місто, але там обваливсь мур на 27 000 тих, що зостались. Утік і Бен-Гадад у місто й переховувався з покою до покою.
31 Και ειπον προς αυτον οι δουλοι αυτου, Ιδου τωρα, ηκουσαμεν οτι οι βασιλεις του οικου Ισραηλ ειναι βασιλεις ελεημονες? ας βαλωμεν λοιπον σακκους επι τας οσφυας ημων και σχοινια επι τας κεφαλας ημων, και ας εξελθωμεν προς τον βασιλεα του Ισραηλ? ισως θελει σοι χαρισει την ζωην.31 Кажуть йому його слуги: «Чули ми, що царі ізраїльські милосердні: дозволь, отже, нам одягти наші крижі у вереття, а на голови взяти мотузки, та й піти до царя ізраїльського. Може він зоставить тебе живим.»
32 Περιεζωσθησαν λοιπον σακκους εις τας οσφυας αυτων και σχοινια εις τας κεφαλας αυτων, και ηλθον προς τον βασιλεα του Ισραηλ και ειπον, Ο δουλος σου Βεν-αδαδ λεγει, Ας ζηση η ψυχη μου, παρακαλω. Και ειπε, Ζη ακομη; αδελφος μου ειναι.32 Підперезались вони вереттям і з мотузками на головах пішли до царя ізраїльського та й сказали: «Слуга твій Бен-Гадад звелів сказати: зостав мене живим!» Той же спитав: «То він ще жив? Він — брат мій!»
33 Και οι ανδρες ελαβον τουτο δια καλον οιωνον, και εσπευσαν να στερεωσωσι το εξελθον εκ του στοματος αυτου? και ειπον, Ο αδελφος σου Βεν-αδαδ. Και ειπεν, Υπαγετε, φερετε αυτον. Οτε δε ηλθε προς αυτον ο Βεν-αδαδ, εκεινος ανεβιβασεν αυτον εις την αμαξαν αυτου.33 Люди ці взяли те за добрий знак і чимдуж ухопили його за слово й сказали: «Бен-Гадад — твій брат?» Ахав же каже: «Ідіте й приведіте його.» Вийшов до нього Бен-Гадад, і він посадив його на колісницю.
34 Και ειπε προς αυτον ο Βεν-αδαδ, τας πολεις, τας οποιας ελαβεν ο πατηρ μου παρα του πατρος σου, θελω αποδωσει και θελεις στησει εις σεαυτον οχυρωματα εν Δαμασκω, καθως εστησεν ο πατηρ μου εν Σαμαρεια. Και εγω, ειπεν ο Αχααβ, θελω σε εξαποστειλει επι ταυτη τη συνθηκη. Ουτως εκαμε συνθηκην μετ' αυτου και εξαπεστειλεν αυτον.34 Бен-Гадад сказав йому: «Я поверну тобі міста, що батько мій забрав у твого батька, і ти поставиш собі в Дамаску базари, як мій батько мав в Самарії. Відпусти ж мене при цій умові!» І зробивши з ним умову, Ахав відпустив його.
35 Ανθρωπος δε τις εκ των υιων των προφητων ειπε προς τον πλησιον αυτου εν λογω Κυριου, Κτυπησον με, παρακαλω. Αλλα δεν ηθελησεν ο ανθρωπος να κτυπηση αυτον.35 Один з пророчих учнів, за наказом Господнім, сказав своєму товаришеві: «Вдар мене!» Той же не хотів його бити.
36 Και ειπε προς αυτον, Επειδη δεν υπηκουσας της φωνης του Κυριου, ιδου, καθως αναχωρησης απ' εμου, λεων θελει σε θανατωσει. Και ως ανεχωρησεν απ' αυτου, ευρηκεν αυτον λεων και εθανατωσεν αυτον.36 Перший сказав до нього: «Що ти не послухав слова Господнього, то як тільки вийдеш від мене, вмертвить тебе лев.» Не встиг той відійти від нього, як наскочив на нього лев і вмертвив його.
37 Ευρων επειτα αλλον ανθρωπον, ειπε, Κτυπησον με, παρακαλω. Και ο ανθρωπος εκτυπησεν αυτον, και κτυπησας επληγωσε.37 Зустрів пророк другого чоловіка й каже: «Вдар мене!» Той вдарив його і поранив.
38 Τοτε ανεχωρησεν ο προφητης και εσταθη επι της οδου δια τον βασιλεα, μεταμεμορφωμενος με καλυμμα επι τους οφθαλμους αυτου.38 Тоді пророк пішов і став чекати царя на дорозі, — а зробив він себе незнаним, зав’язавши перев’язкою собі очі.
39 Και ως διεβαινεν ο βασιλευς αυτος εβοησε προς τον βασιλεα, και ειπεν, Ο δουλος σου εξηλθεν εις το μεσον της μαχης? και ιδου, ανθρωπος στραφεις κατα μερος εφερε τινα προς εμε, και ειπε, Φυλαττε τον ανθρωπον τουτον? εαν ποτε φυγη, τοτε η ζωη σου θελει εισθαι αντι της ζωης αυτου, η θελεις πληρωσει εν ταλαντον αργυριου?39 Коли ж цар проходив проз, він кликнув до царя й сказав: «Слуга твій кинувся у вир битви, аж ось хтось приступив до мене й привів до мене чоловіка й каже: Постережи цього чоловіка! Як же він утече, то віддаси за нього свою душу, або мусиш відважити талант срібла.
40 και ενω ο δουλος σου ησχολειτο εδω και εκει, αυτος εφυγε. Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς του Ισραηλ, αυτη ειναι η κρισις σου? αυτος συ απεφασισας αυτην.40 Тим часом же як твій слуга робив то те, то се, той якось зник.» Цар ізраїльський йому каже: «Нехай буде за твоїм вироком. Ти сам присудив його собі.»
41 Τοτε εσπευσε και αφηρεσε το καλυμμα απο των οφθαλμων αυτου? και εγνωρισεν αυτον ο βασιλευς του Ισραηλ οτι ητο εκ των προφητων.41 Той зняв притьмом з очей пов’язь, і цар ізраїльський упізнав, що він був одним із пророків.
42 Και ειπε προς αυτον, ουτω λεγει Κυριος? Επειδη συ εξαπεστειλας απο της χειρος σου ανθρωπον, τον οποιον εγω ειχον αποφασισει εις ολεθρον, δια τουτο η ζωη σου θελει εισθαι αντι της ζωης αυτου, και ο λαος σου αντι του λαου αυτου.42 Той же сказав йому: «Так говорить Господь: Тому, що ти випустив з рук чоловіка, якого я обрік на проклін, твоя душа буде за його душу й твій народ за його народ.»
43 Και απηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον οικον αυτου σκυθρωπος και δυσηρεστημενος και ηλθεν εις την Σαμαρειαν.43 І пішов цар ізраїльський додому сумний й сердитий, і прибув у Самарію.