SCRUTATIO

Sabato, 21 giugno 2025 - San Luigi Gonzaga ( Letture di oggi)

Salmos 39


font
BIBLIAGREEK BIBLE
1 Del maestro de coro. De Yedutún. Salmo. De David.
1 Εις τον πρωτον μουσικον, τον Ιεδουθουν. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Ειπα, Θελω προσεχει εις τας οδους μου, δια να μη αμαρτανω δια της γλωσσης μου? θελω φυλαττει το στομα μου με χαλινον, ενω ειναι ο ασεβης εμπροσθεν μου.
2 Yo me decía: «Guardaré mis caminos,
sin pecar con mi lengua,
pondré un freno en mi boca,
mientras esté ante mí el impío».
2 Εσταθην αφωνος και σιωπηλος? εσιωπησα και απο του να λεγω καλον? και ο πονος μου ανεταραχθη.
3 Enmudecí, quedé en silencio y calma:
mas al ver su dicha se enconó mi tormento.
3 Εθερμανθη η καρδια μου εντος μου? ενω εμελετων, εξηφθη εν εμοι πυρ? ελαλησα δια της γλωσσης μου και ειπα,
4 Dentro de mí mi corazón se acaloraba,
de mi queja prendió el fuego,
y mi lengua llegó a hablar:
4 Καμε γνωστον εις εμε, Κυριε, το τελος μου και τον αριθμον των ημερων μου, τις ειναι, δια να γνωρισω ποσον ετι θελω ζησει.
5 «Hazme saber, Yahveh, mi fin,
y cuál es la medida de mis días,
para que sepa yo cuán frágil soy.
5 Ιδου, μετρον σπιθαμης κατεστησας τας ημερας μου, και ο καιρος της ζωης μου ειναι ως ουδεν εμπροσθεν σου? επ' αληθειας πας ανθρωπος, καιτοι στερεος, ειναι ολως ματαιοτης. Διαψαλμα.
6 «Oh sí, de unos palmos hiciste mis días,
mi existencia cual nada es ante ti;
sólo un soplo, todo hombre que se yergue,
6 Βεβαιως ο ανθρωπος περιπατει εν φαντασια? βεβαιως εις ματην ταραττεται? θησαυριζει, και δεν εξευρει τις θελει συναξει αυτα.
7 nada más una sombra el humano que pasa,
sólo un soplo las riquezas que amontona,
sin saber quién las recogerá».
7 Και τωρα, Κυριε, τι περιμενω; η ελπις μου ειναι επι σε.
8 Y ahora, Señor, ¿qué puedo yo esperar?
En ti está mi esperanza.
8 Απο πασων των ανομιων μου λυτρωσον με? μη με καμης ονειδος του αφρονος.
9 De todas mis rebeldías líbrame,
no me hagas la irrisión del insensato.
9 Εγεινα αφωνος? δεν ηνοιξα το στομα μου, επειδη συ εκαμες τουτο.
10 Me callo ya, no abro la boca,
pues eres tú el que actúas.
10 Απομακρυνον απ' εμου την πληγην σου? απο της παλης της χειρος σου εγω απεκαμον.
11 Retira de mí tus golpes,
bajo el azote de tu mano me anonado.
11 Οταν δι' ελεγχων παιδευης ανθρωπον δια ανομιαν, Κατατρωγεις ως σκωληξ την ωραιοτητα αυτου? τω οντι ματαιοτης πας ανθρωπος. Διαψαλμα.
12 Reprendiendo sus yerros tú corriges al hombre,
cual polilla corroes su anhelos.
Un soplo sólo, todo hombre. Pausa.
12 Εισακουσον, Κυριε, της προσευχης μου και δος ακροασιν εις την κραυγην μου? μη παρασιωπησης εις τα δακρυα μου. Διοτι παροικος ειμαι παρα σοι και παρεπιδημος, καθως παντες οι πατερες μου.
13 «Escucha mi súplica, Yahveh,
presta oído a mi grito,
no te hagas sordo a mis lágrimas.
Pues soy un forastero junto a ti,
un huésped como todos mis padres.
13 Παυσαι απ' εμου, δια να αναλαβω δυναμιν, πριν αποδημησω και δεν υπαρχω πλεον.
14 ¡Retira tu mirada para que respire
antes que me vaya y ya no exista más!